«Δίκιο έχουν
οι διοικητικοί, αλλά 13 εβδομάδες δεν είναι πολλές;» είναι ένα σχόλιο που
ακούγεται συχνότατα το τελευταίο διάστημα. Οκ, αλλά με όσα ετοιμάζει το
Υπουργείο Παιδείας για το χώρο της εκπαίδευσης, 13 εβδομάδες θα έπρεπε να είναι
μόνο η αρχή. Για να εξηγούμαστε, στη σχολή μας μένουνε, μετά τις απολύσεις και
τις διαθεσιμότητες, 4 μόνο διοικητικοί υπάλληλοι από τους 17, για την
εξυπηρέτηση του συνόλου των φοιτητών (περίπου 4000), πράγμα που θα οδηγήσει σε
τεράστια δυσλειτουργία του ιδρύματος. Ακόμη περισσότερο, η πλήρης αδυναμία
λειτουργίας ορισμένων γραμματειών (βλ. οικονομικό, με 0 πλέον διοικητικούς
υπαλλήλους) θα οδηγήσει, σε ένα πρώτο στάδιο, σε διοικητικές συγχωνεύσεις, και
αργότερα σε συγχωνεύσεις γνωστικών αντικειμένων, όπως έχει ήδη εξαγγελθεί από
το σχέδιο «Αθηνά». Συγκεκριμένα για τη νομική, το ότι γίνεται αυτόνομη σχολή
(βλ. σχέδιο «Αθηνά») ανοίγει το δρόμο για την εισαγωγή κατευθύνσεων στο πτυχίο.
Με άλλα λόγια, αντί για πτυχίο νομικού, πλέον θα παίρνουμε πτυχίο αστικολόγου,
ποινικολόγου, εμπορικολόγου και πάει λέγοντας – πράγμα που δεν βγάζουμε από το
μυαλό μας, αφού ήδη από πέρσι έχει περάσει το νομοθέτημα που επιτρέπει στον
εκάστοτε υπουργό παιδείας να αλλάζει το πρόγραμμα σπουδών οποιασδήποτε σχολής εν μία νυκτί. Όλα αυτά θα προδιαγράφουν
ένα εργασιακό μέλλον όπου ο απόφοιτος θα είναι καταδικασμένος σε ένα φαύλο
κύκλο ειδίκευσης-αποειδίκευσης-επανειδίκευσης, ανάλογα με τις ανάγκες της
αγοράς εργασίας, ενός εργαζομένου «μίας χρήσης», χωρίς κατοχυρωμένα
επαγγελματικά δικαιώματα.
Απέναντι
σε αυτό το μέλλον που μας προετοιμάζουν, εμείς θέλουμε τις σχολές
κατειλημμένες,
ως αντίδραση σε όσα αποφασίζονται για εμάς χωρίς την έγκρισή μας, ως μέσο
πίεσης απέναντι στο Υπουργείο, που με αδιαλλαξία προχωρά σε εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δημιουργούν ένα πανεπιστήμιο που δεν χωράει κανέναν
από εμάς. Κάποιοι συμφοιτητές μας, αντίθετα, πιέζουν για «ανοιχτές σχολές»,
προβάλλοντας συγκεκριμένα επιχειρήματα:
1) «Το πανεπιστήμιο είναι πεδίο ακαδημαϊκής δραστηριότητας κι όχι εργαλείο
για πολιτικά παιχνίδια». Εμείς πιστεύουμε ότι η ακαδημαϊκή δραστηριότητα
που μας επιφυλάσσεται είναι μέρος ενός ακόμη μεγαλύτερου πολιτικού παιχνιδιού. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση, με την πολιτική
που εφαρμόζει, εντείνει το ρόλο του πανεπιστημίου ως μηχανισμού διάπλασης πειθήνιων,
ευέλικτων και φθηνών εργαζομένων. Τη διαμόρφωση φοιτητών που εποφθαλμιούν
τη θέση του τάδε μεγαλοδικηγόρου, ακόμη κι αν χρειαστεί στην πορεία να πατήσουν
επί πτωμάτων –δηλαδή των ίδιων των συμφοιτητών τους. Φοιτητών που ξεχνούν ότι η
διαρκής επιδίωξη της προσωπικής ανέλιξης και καριέρας βοηθά εν πολλοίς το
κράτος σε μία από τις βασικές του στοχεύσεις, να μη διεκδικούμε δηλαδή (τώρα ως
φοιτητές και μελλοντικά ως εργαζόμενοι) τις ελευθερίες και τα δικαιώματά μας!
2) Ύπουλες λέξεις: κινητικότητα, εξορθολογισμός, εξυγίανση, διαθεσιμότητα.
Τι κρύβεται
πίσω από αυτά, αλήθεια; Εδώ μιλάμε για μια συγκεκριμένη λέξη που ντύνεται με
όμορφο τρόπο, τις «απολύσεις», στις οποίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση να
προχωρήσει, ακολουθώντας τις επιταγές μνημονίων, ΕΕ και ΔΝΤ. Στο ΕΚΠΑ, εν
προκειμένω, 498 διοικητικοί υπάλληλοι εντάσσονται σε διαθεσιμότητα (75%
καταβολή μισθού), την οποία ακολουθεί είτε η κινητικότητα (τοποθέτηση σε άλλη
θέση) είτε η απόλυση, και αυτό παρουσιάζεται επικοινωνιακά ως «εξορθολογισμός»
και «εξυγίανση» της δημόσιας εκπαίδευσης, προκειμένου η κοινωνία να στραφεί
αυτόματα ενάντια στον αγώνα των διοικητικών. Είναι χαρακτηριστική η ασάφεια με
την οποία εκφράζεται ο Αρβανιτόπουλος, ο οποίος τον τελευταίο καιρό παρουσιάζει
«νέες», «αναβαθμισμένες» προτάσεις για το πανεπιστήμιο, χωρίς να αναφέρει κάτι
συγκεκριμένο και, πρωτίστως, χωρίς να είναι διατεθειμένος να ικανοποιήσει το
βασικό αίτημα των απεργών, την απόσυρση δηλαδή της ΚΥΑ (κοινή υπουργική απόφαση
που εισάγει τις διαθεσιμότητες στα πανεπιστήμια).
3) «Ναι, αλλά χρειάζεται μία
αξιολόγηση δομών και προσώπων για να υπάρξει επιτέλους αξιοκρατία». Η περιλάλητη αξιολόγηση αποτελεί, όχι μόνο
όχημα για περαιτέρω απολύσεις, αλλά και μοχλό για την εμπέδωση της
εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Κι αυτό πολύ απλά, γιατί η αξιολόγηση θα
ελέγχει το κατά πόσο κάθε ίδρυμα έχει εφαρμόσει τις εκπαιδευτικές
αναδιαρθρώσεις (ν. Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, σχέδιο «Αθηνά» κι όσα
πρόκειται να ‘ρθουν). Για τα ιδρύματα, δε, που δε συμμορφώνονται με τις
επιταγές του Υπουργείου, η «τιμωρία» είναι μία: υποχρηματοδότηση.
4)
«Μα θα χαθεί το εξάμηνο…»
Αυτό το χαμένο
εξάμηνο (που μόνο από την προπαγάνδα των ΜΜΕ θεωρείται σίγουρα χαμένο) δεν πάει
κόντρα στην έναρξη/συνέχιση των σπουδών μας, αλλά κόντρα σε ένα χαμένο πανεπιστήμιο. Σε ένα «νέο», κατά τα
λεγόμενα της Κυβέρνησης, πανεπιστήμιο που θα μας στερήσει πολλά περισσότερα
εξάμηνα, εφόσον θα λειτουργεί όπως περιγράψαμε παραπάνω (ήδη, παραδείγματος
χάρη, στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου το εξάμηνο που διανύουμε χάθηκε εξαιτίας
έλλειψης διδακτικού προσωπικού, παράδειγμα καθόλου τυχαίο, αφού έχει
ανακοινωθεί ήδη ότι μετά τι διαθεσιμότητες των διοικητικών, θα ακολουθήσουν
διαθεσιμότητες στα μέλη ΔΕΠ). Αξίζει, λοιπόν, να υπερασπιζόμαστε ένα εξάμηνο
που, ακόμη κι αν «σωθεί», θα πραγματοποιηθεί με πλήρως εντατικοποιημένους
ρυθμούς, προκειμένου να βγει η ύλη, αντί να παλεύουμε με κάθε μέσο για την
υπεράσπιση του δημοσίου, δωρεάν πανεπιστημίου;
Πώς γίνεται,
λοιπόν, ένα πρόβλημα που αφορά χιλιάδες φοιτητές να λυθεί από τον καθένα μας
ξεχωριστά, ως «ατομικότητα»; Κανένας μόνος του δεν μπορεί να αντιπαλέψει ένα
κολλεγιοποιημένο πανεπιστήμιο, κανένας μόνος του δεν μπορεί να αντιπαλέψει ένα
πλήρως εντατικοποιημένο πρόγραμμα σπουδών, κανένας μόνος του δεν μπορεί να τα
βγάλει πέρα σε ένα εργασιακό μέλλον το οποίο θα περιγράφεται από το «ο θάνατός
σου η ζωή μου». Τα δικαιώματά μας, που μέσα από αγώνες έχουν κατακτηθεί, δεν
μπορούμε παρά μόνο με αγώνες να τα υπερασπιστούμε. Συλλογικούς αγώνες, συλλογικές διαδικασίες, συλλογικές διεκδικήσεις.
Ας καταλάβουμε
ότι κανένα από αυτά δεν μας χαρίστηκε και ας πάρουμε θέση, σε μια τόσο κρίσιμη
συγκυρία, για την επίθεση που δέχεται, όχι μόνο μια μερίδα εργαζομένων, αλλά
συνολικά το πανεπιστήμιο. Γιατί στην
συγκυρία που διανύουμε, «αυτός που σωπαίνει δίνει την εντύπωση ότι συναινεί,
όταν μπορεί και οφείλει να μιλήσει».
Προχωράμε,
λοιπόν, με καταλήψεις και μ’ απεργίες, για ένα παρόν και μέλλον με αξιοπρέπεια!
ΥΓ: «πρώτα
ήρθαν για τους εκπαιδευτικούς, αλλά δε φώναξα γιατί δεν ήμουν εκπαιδευτικός.
Μετά ήρθαν για
τους διοικητικούς, αλλά δε φώναξα γιατί δεν ήμουν διοικητικός.
Στο τέλος
ήρθαν για τους φοιτητές, αλλά δεν είχε μείνει κανείς να φωνάξει για μένα»