Για το
πολιτικό σκηνικό
Η πολιτική
συγκυρία συμπυκνώνεται στην εξέλιξη της οικονομικής κρίσης και τις
αντανακλάσεις που έχει αυτή στο πολιτικό πεδίο. Η στρατηγική του συνασπισμού
εξουσίας δορυφοριοποιείται γύρω από την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ και τη
ζώνη του ευρώ. Η αποκρυστάλλωση της στρατηγικής αυτής επιτυγχάνεται μέσω της
διάρρηξης κοινωνικών συμβιβασμών που συνάπτονταν ένα προηγούμενο διάστημα ανάμεσα
στην εκάστοτε κυβέρνηση και τους οικονομικούς και κοινωνικούς της συμμάχους και
σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η εμπέδωση της πολιτικής αυτής λιτότητας
αναπαράγεται μέσω της διαμόρφωσης αρνητικών συναινέσεων ως αντανάκλαση της
επιβολής ενός αυταρχικού πλαισίου κατίσχυσης της κυβερνητικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, ο αυταρχισμός
εξειδικεύεται στο πολιτικό πεδίο με την αυταρχική θωράκιση του πολιτικού
συστήματος εξουσίας όπως αποτυπώνεται στην τρικομματική κυβέρνηση με άξονα
τη ΝΔ και τη συσπείρωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων που στρατεύονται στην παραμονή
στην ΕΕ και την υπεράσπιση της μνημονιακής πολιτικής. Επιπλέον, σε ιδεολογικό
επίπεδο εξειδικεύεται μέσω της τρομοκρατίας
σχετικά με την αναγκαιότητα πρόσδεσης στη ζώνη του ευρώ, του ιδεολογήματος του
νόμου και της τάξης (με την εκτόπιση από τον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο
εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται είτε στην κυρίαρχη στρατηγική παραμονής στη
ζώνη του ευρώ είτε σε επιμέρους πτυχές της μνημονιακής πολιτικής και με τη στοχοποίηση
αυτών) και της ενεργοποίησης μηχανισμών (ΜΜΕ) διάχυσης της καθεστωτικής
αφήγησης. Τέλος, στο φυσικό επίπεδο μέσω της καταστολής της λαϊκής αντίδρασης
(επίταξη εργαζομένων σε μετρό και ναυπηγία, Σκουριές Χαλκιδικής, μεταλλωρυχεία,
χρυσορυχεία, βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, άρσεις ασύλου και εισβολές σε καταλήψεις).
Σε αυτά τα
πλαίσια γίνεται εμφανές ότι η πολιτική ρευστότητα, όπως εκδηλώθηκε κατά τη
διάρκεια της προεκλογικής περιόδου έχει αμβλυνθεί, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται
μια σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού, η οποία όμως υπόκειται στους
εν δυνάμει κλυδωνισμούς που μπορούν να δημιουργηθούν από την ανάπτυξη του
λαϊκού κινήματος. Καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του λαϊκού
κινήματος, την αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής κατεύθυνσης, που θα οδηγήσει
στην αποσταθεροποίηση και συνακόλουθα την απόκρουση της μνημονιακής πολιτικής
αποτελεί στάση που τηρούν και θα τηρήσουν οι δυνάμεις της αριστεράς. Ο
πολιτικός χάρτης της αριστεράς, όπως εμφανίστηκε από το ξέσπασμα της κρίσης
μέχρι και σήμερα κρίθηκε εξαιρετικά ανεπαρκής και δεν κατάφερε να ενοποιήσει
και να εκπροσωπήσει μαζικά την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία και να τη
στρατεύσει σε ένα εναλλακτικό φιλολαϊκό πολιτικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση.
Από τη μία, το ΚΚΕ μέσω της μετατόπισης της επίλυσης των ζητημάτων που αφορούν
το χρέος, την ΕΕ, το ευρώ και γενικότερα το μνημόνιο στο θολό και ακαθόριστο
μέλλον της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας και της προσήλωσης σε μία
απομονωτίστικη αντίληψη έθετε αντικειμενικά αναχώματα σε μία μετωπική δράση και
εκδήλωση του λαϊκού κινήματος. Από την άλλη πλευρά, Ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική του
αδυναμία να αναγνωρίσει το δομικό χαρακτήρα της ΕΕ αλλά και την ευρωζώνη ως τη
νομισματική ένωση στην οποία κατεξοχήν αποτυπώνεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά και η συνδιαχειριστική και
φιλοκυβερνητική στάση του τον εγκλωβίζουν στο να δώσει μια ρεαλιστική απάντηση
και προοπτική προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Το παράδειγμα της Κύπρου αναδεικνύει ότι οποιαδήποτε προσδοκία ή
σχέδιο για διαχείριση της κρίσης εντός τη ΕΕ και της ευρωζώνης προς μια πιο
φιλολαική κατεύθυνση όχι μόνο ενσωματώσιμο μπορεί να είναι, αλλά εν τέλει και
καταστροφικό.
Υπό το
πρίσμα αυτό, οι όποιοι κοινωνικοί αγώνες αναπτύχθηκαν διέπονταν από
αποσπασματικότητα και δεν κατόρθωναν να συνδέσουν την αμφισβήτηση της
συνολικότερης κυβερνητικής πολιτικής, των επιταγών του μνημονίου, της τρόικα
και της ΕΕ με την απόκρουση των επιμέρους όψεων αυτών. Για την επίτευξη,
λοιπόν, του στόχου αυτού αναδεικνύεται η αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός κοινωνικού
και πολιτικού μετώπου, το οποίο θα απαρτίζεται από πολιτικές δυνάμεις που θα
συσπειρώνονται γύρω από τη στρατηγική διεξόδου από την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ θέτοντας
το ζήτημα της διαγραφής του χρέους και θα καταφέρουν να συνολικοποιούν τους
μερικούς αγώνες και τα αιτήματά τους με όρους διάτρησης και διεμβόλισης του
πολιτικού σκηνικού. Ιδίως στο τώρα υπό το πρίσμα των πολιτικών εξελίξεων στην
Κύπρο και την όλο και πιο διευρυμένη αμφισβήτηση λαικών στρωμάτων ως προς τον
ρόλο του ευρώ και την παραμονή τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα στην
ευρωζώνη αναδεικνύει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός αριστερού μετώπου ρήξης
και ανατροπής των κυρίαρχων στρατηγικών του συνασπισμού εξουσίας και
συγκεκριμένα όπως αυτά συμπυκνώνονται στο ρόλο του ευρώ, της ΕΕ και του χρέους.
Τόσο η
στοχοθεσία της κυβερνητικής στρατηγικής για τη συνολική αναδιάρθρωση των
εργασιακών σχέσεων στα πλαίσια της αγοράς εργασίας του μνημονίου (περικοπές
μισθών, απολύσεις, κατάργηση ΣΣΕ, σύμφωνο πρώτης απασχόλησης), όσο και ο
ιδιαίτερος τρόπος που επηρεάζει η οικονομική κρίση το φοιτητικό σώμα στον τρόπο
διαμόρφωσης και συγκρότησής του, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή
και την εμπέδωση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.
Για τη
κατάσταση εντός των σχολών
Πιο
αναλυτικά, ο νόμος Διαμαντοπούλου και ο νόμος Αρβανιτόπουλου και το σχέδιο
«Αθηνά» ( με κατατμήσεις-συγχωνεύσεις τμημάτων- ρευστοποίηση επαγγελματικών
δικαιωμάτων- κατευθύνσεις στα πτυχία) με τις τροποποιήσεις που επιφέρουν στα
πανεπιστημιακά ιδρύματα διαμορφώνουν τα νέα χαρακτηριστικά του συλλογικού
εργαζομένου (εντατικοποιημένου, πειθαρχημένου, που δε θα έχει καμία συλλογική
αναπαράσταση διεκδίκησης, καταδικασμένου στην ελαστική, ανασφάλιστη εργασία)
που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας του μνημονίου.
Τα ιδεολογικά
υποσύνολα που κατισχύουν στο εσωτερικό του φοιτητικού σώματος, με κυρίαρχο αυτό
του επιβιωτισμού, οξύνουν αντιδραστικά αντανακλαστικά που κατ’ επέκταση αυτά
αποκρυσταλλώνονται σε αντιδραστικές πρακτικές που διέπονται από τη λογική του ατομικού δρόμου και, άρα, την ταυτόχρονη
εμπέδωση του ατομικισμού, του ανταγωνισμού και της εσωτερικής διαίρεσης του
φοιτητικού σώματος με την εξατομίκευσή του. Συνεπακόλουθα, η διαδικασία
αυτή επιφέρει την απαξίωση του συλλογικού δρόμου και των συλλογικών διαδικασιών.
Υπό αυτό το πρίσμα, διαμορφώνεται ένας εξαιρετικά
αντιδραστικός ιδεολογικός συσχετισμός που έχει ως αποτέλεσμα την όλο και
μεγαλύτερη δυσχέρανση ενεργοποίησης των φοιτητικών συλλόγων και συγκρότησης
συλλογικών διαδικασιών. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η υπεράσπιση των
συμφερόντων του φοιτητικού σώματος μέσα από τις κινηματικές διεργασίες του
φοιτητικού συλλόγου διαμορφώνεται ολοένα και πιο δύσκολα με όρους επαγωγής
πολιτικών αποτελεσμάτων στο εσωτερικό του φοιτητικού συλλόγου, πολιτική
επιδίωξη που κατά κόρον οριοθετείται από την οικονομική κρίση και τις
αντανακλάσεις αυτής στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού μηχανισμού και στη
συγκρότηση του φοιτητικού σώματος. Παράλληλα, αποτυπώνεται η αδυναμία του
φοιτητικού σώματος να αντιληφθεί τον εαυτό του ως οργανικό κομμάτι του
φοιτητικού συλλόγου και τον ίδιο και τις διαδικασίες (ΓΣ) ως το κυρίαρχο πεδίο,
όπου μπορεί να εκφραστεί συλλογικά, να προβληματιστεί, να αποφασίσει και να
προβεί στην ενιαία υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεών του.
Με αυτό τον τρόπο, από τη μια οι κινηματικές
πολιτικές δυνάμεις δεν κατορθώνουν να εκπροσωπήσουν και ταυτόχρονα να
στρατεύσουν το φοιτητικό σώμα στον πολιτικό τους λόγο και την πολιτική τους
πρακτική και από την άλλη, η ευρύτερη απαξίωση της έννοιας της πολιτικής
εξειδικεύεται στο χώρο των πανεπιστημίων στην απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων
και στην αποστοίχιση των φοιτητών από αυτές.
Για τα
ΕΑΑΚ
Ο
δυσχερής, λοιπόν, συσχετισμός δύναμης που διαμορφώνεται σε αυτή τη συγκυρία θέτει περισσότερο από κάθε άλλη φορά το
μόρφωμα των ΕΑΑΚ προ των ευθυνών του, και το καλεί να δώσει απάντηση στα
αναβαθμισμένα ερωτήματα που τίθενται. Σε αυτά τα πλαίσια, τα ΕΑΑΚ τόσο πριν
και μετά την ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου, του νόμου Αρβανιτόπουλου, και στη
δεδομένη στιγμή του σχεδίου «Αθηνά» δε μπόρεσαν
να χαράξουν μια σαφή πολιτική κατεύθυνση και στρατηγική για τα ίδια και
για το κίνημα. Παρουσιάζουν μία αμηχανία να παρέμβουν αποτελεσματικά στους
δυσχερείς όρους που υφίστανται στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και να
καταφέρουν να τους αναδιατάξουν.
Η αδυναμία
αυτή των ΕΑΑΚ εδράζεται κατά την άποψή μας σε μια γενικότερη κρισιακή κατάσταση
στην οποία έχουν περιέλθει κυρίως από το τέλος του κινήματος το 2007. Συγκεκριμένα, τόσο η αδυναμία των ΕΑΑΚ να
διαχειριστούν τα πολιτικά αποτελέσματα του κινήματος, όσο και να ανιχνεύσουν
τις αναδιαρθρωτικές κινήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης από πλευράς κυβερνητικών
επιτελείων, και άρα να καταφέρουν να συγκροτήσουν κινηματικές αντιστάσεις στο
εσωτερικό των συλλόγων στα πρώιμα μέτωπα που ανοίγονταν μετά το κίνημα του ’07
(πχ ΚΕΣ, ΕΠΠ) ναρκοθέτησε τη χάραξη ενός κινηματικού σχεδιασμού για τους
συλλόγους, αλλά και για τα ίδια. Αυτό σε συνδυασμό με τις ιδεολογικοπολιτικές
πιέσεις που άρχισε να επάγει σταδιακά η κρίση μεταφράστηκε με μία συνολικότερη
πολιτική παθογένεια στο σύνολο της γεωμετρίας της αριστεράς και όπως αυτή εξειδικευόταν
στον κάθε πολιτικό χώρο ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, άρα και κατ
επέκταση στο ίδιο το πολιτικό μόρφωμα των ΕΑΑΚ και τη δική του φυσιογνωμία.
Συγκεκριμένα,
οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες που περιγράφησαν παραπάνω είχαν
ως αντίκτυπο όλες οι πολιτικές κατευθύνσεις του μορφώματος να αναπαράγονται και
να δοκιμάζονται στους κοινωνικούς χώρους με στρεβλό τρόπο. Παρά ταύτα, a
priori
οι διακριτές πολιτικές γραμμές και κατευθύνσεις στο εσωτερικό του μορφώματος είναι
θεμιτές και απολύτως αναγκαίες στο βαθμό που αυτές δοκιμάζονται και επιλύονται
στο πεδίο των μαζών και όχι με εγκεφαλικό, μηχανιστικό τρόπο.
Συμπληρωματικά,
το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε η συγκρότηση φοιτητικού κινήματος, τα υλικά
αποτελέσματα του οποίου θα αναδείκνυαν ποια πολιτική κατεύθυνση ήταν αυτή που
επιβεβαιώνεται και καταφέρνει να δώσει μια προοπτική στο φοιτητικό σώμα, επέδρασε προσθετικά στη λογική του εσωτερικού
εχθρού, για την οποία λογική η πολιτική γραμμή δεν επιβεβαιώνεται και κρίνεται ως εσφαλμένη όχι επειδή δεν είναι
πολιτική γραμμή μαζών, αλλά επειδή αποτελεί πολιτική γραμμή του άλλου. Αυτό
σε συνδυασμό με την αδυναμία των ΕΑΑΚ να
διαχειριστούν τα πολιτικά αποτελέσματα του ’06 -’07 αναπτύσσοντας ηγεμονίστικες αντιλήψεις στο εσωτερικό τους
άνοιξε το δρόμο για μία αναπόφευκτη ρήξη στο μόρφωμα με αποκορύφωμα τη διάσπαση
των σχημάτων.
Για τα
ΕΑΑΚ Νομικής και τη διάσπαση των σχημάτων
Η πολιτική και φυσιογνωμική αυτή παθογένεια που
ενσωμάτωσε συλλύβδην το σύνολο του πολιτικού μορφώματος των ΕΑΑΚ και μεταφράστηκε με ιδιαίτερο τρόπο
σε κάθε κοινωνικό χώρο αναπαρήγαγε αυτές
τις όψεις και στα ΕΑΑΚ Νομικής με αποτέλεσμα τη διαχείριση των πολιτικών
αντιθέσεων στο εσωτερικό του, όχι με όρους σύνθεσης αυτών, αλλά με την ανάπτυξη
μιας μεθοδολογίας διαχείρισης των αντιπαραθετικών πολιτικών γραμμών μέσα από
αμφιθέατρα ΕΑΑΚ παράλληλων μονολόγων. Στο επίπεδο δε τον κοινωνικών χώρων υλική
αποκρυστάλλωση και αντανάκλαση αυτής ακριβώς της παθογένειας είναι και η ύπαρξη
δύο σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο.
Η
διαμορφωμένη κατάσταση των δύο σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο και η αναπαραγωγή
μιας ετεροπροσδιοριστικής κουλτούρας και αντίληψης μεταξύ αυτών στους
φοιτητικούς συλλόγους δεν αφήνει κανένα περιθώριο για τη συνέχισή της, πόσο μάλλον σε αυτό το συσχετισμό δυνάμεων που αρθρώνεται
στο εσωτερικό των συλλόγων. Σε αυτό το
συσχετισμό, λοιπόν, που η δυνατότητα παραγωγής πολιτικών αποτελεσμάτων άμεσα
είναι δυσχερής, τα ΕΑΑΚ ως κατεξοχήν πολιτικό μόρφωμα με μετωπική λειτουργία δε
μπορούν παρά να ανασχέσουν την προβληματική της αντιπαραθετικής πολιτικής
λειτουργίας των σχημάτων και του πολυκατακερματισμού και εν τέλει την αναγωγή ή
επίλυση των πολιτικών αντιθέσεων από το πρωτογενές πεδίο παρέμβασης στις
διαδικασίες ΕΑΑΚ ( πόλης, διήμερο).
Η
διαμόρφωση του εγχειρήματος των σχημάτων συνέβαλε αποφασιστικά στην επίτευξη
πολιτικών αποτελεσμάτων και διατήρηση της πολιτικής τους επιρροής σε συγκυρίες
ιδιαίτερα κρίσιμες για την αριστερά (αρχές δεκαετίας ’90). Τα σχήματα, ως ανεξάρτητες αριστερές αντικαπιταλιστικές ενότητες, οι
οποίες ερμηνεύουν τις αντιθέσεις του κοινωνικού χώρου στον οποίο παρεμβαίνουν
οφείλουν να οξύνουν και να πολώνουν ταυτόχρονα τις αντιθέσεις αυτές σε
κινηματική και αντικαπιταλιστική σκοπιά και κατεύθυνση. Τα σχήματα των ΕΑΑΚ
συγκροτήθηκαν πάνω στη δυνατότητα να βρίσκονται σε μία συνεχή ανάδραση με τις
μάζες των φοιτητών λειτουργώντας ως οχήματα
επαναφοράς της πολιτικής στα χέρια των μαζών σε μία περίοδο απαξίωσής της.
Τα ΕΑΑΚ ως κατεξοχήν εγχείρημα μαζών κατάφερναν ιστορικά να εμπλέκουν τον κόσμο
των σχολών με ενεργούς όρους στην άσκηση πολιτικής αναπτύσσοντας μια γραμμή
μαζών, η οποία κατάφερνε όχι μόνο να επάγει μετατοπίσεις στον
πολιτικοϊδεολογικό συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό των αμφιθεάτρων στη βάση
των πολιτικών αποτελεσμάτων των σχημάτων, να οξύνει αντιφάσεις πολιτικών χώρων,
αλλά και να διαπλάθει αριστερές συνειδήσεις στο εσωτερικό της φοιτητιώσας
νεολαίας, όταν οι κυρίαρχες πολιτικές της αριστεράς είτε αγκαλιάζονταν με την
ήττα (ΚΝΕ), είτε υποτάσσονταν στο συμβιβασμό και τη συναίνεση. Μέσα σε μια
συγκυρία όπου η πολιτική στο εσωτερικό των συλλόγων καθώς και οποιαδήποτε
προοπτική νίκης υποχωρεί, τα σχήματα μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν και πάλι
τον οργανικό ρόλο συγκρότησής τους, τη διαμόρφωση δηλαδή κινηματικών
αντιστάσεων στον κοινωνικό χώρο στον οποίο παρεμβαίνουν γύρω από την υπεράσπιση
των υλικών συμφερόντων του φοιτητικού σώματος, αναπτύσσοντας ένα
αντιτεχνοκρατικό, άμεσο, κινηματικό, μαχητικό και ανυποχώρητο πολιτικό λόγο που
θα καταφέρνει να εμπνέει τα αμφιθέατρα, να συσπειρώνει μάζες φοιτητών σε ένα
φοιτητικό κίνημα που θα θέτει αναχώματα στην υλοποίηση της εκπαιδευτικής
αναδιάρθρωσης στο εσωτερικό των συλλόγων και θα βρίσκεται στο πλευρό της
κοινωνίας.
Η ανάπτυξη ενός κινηματικού πολιτικού λόγου και
πρακτικής, η διάχυση μιας μάχιμης πολιτικής γραμμής που καταφέρνει να συνδέει
το μικρό (πχ συγγράμματα) με το μεγάλο (συνολική κυβερνητική πολιτική) μπορεί
να αποτελέσει στη συγκυρία κυρίαρχο ρόλο στη συγκρότηση ενός μαζικού και
ριζοσπαστικού κινήματος αντάξιου των επιδίκων που αρθρώνονται μπροστά μας (
σχέδιο «Αθηνά», νόμος Διαμαντοπούλου).
Τα ΕΑΑΚ
πρέπει να βρεθούν στις νέες απαιτήσεις της συγκυρίας ενοποιημένα όχι στη βάση
μιας φαντασιακής πολιτικής ενοποίησης αλλά πάνω στη βάση της πολιτικής γραμμής
και στην κατεύθυνση συγκρότησης κινήματος.
Έτσι τα
σχήματα οφείλουν να υπερβούν τις πολιτικές παθογένειες του παρελθόντος, την
εσωστρέφεια, την ηττοπάθεια και τους διαγκωνισμούς και να χαράξουν μια στρατηγική
για τα ίδια και για το κίνημα. Κυρίως, αυτή η διαδικασία περνά μέσα από την
άμβλυνση της παθογένειας που έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό του μορφώματος με τα
διασπασμένα σχήματα και την εκκίνηση ενός ειλικρινούς και συντροφικού πολιτικού
διαλόγου μεταξύ των σχημάτων που θα θέτει το σημείο υπέρβασης των προβληματικών
και συγκεκριμένα αυτό των δύο σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο.
Για την
υπέρβαση των προβληματικών|Ενωτικές Πρωτοβουλίες|Ορίζοντας επανένωσης
Για το
σχήμα μας η διαδικασία αυτή περνά από το άνοιγμα της συζήτησης μεταξύ των
σχημάτων, που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της διάσπασης στο πρωτογενές πεδίο
παρέμβασης. Η ανάπτυξη ενός γόνιμου και παραγωγικού πολιτικού διαλόγου μέσα από
κοινές πρωτοβουλίες και τον κοινό πολιτικό βηματισμό μπορεί να αποτελέσει το
γνώμονα για τον απεγκλωβισμό των σχημάτων από την εσωστρέφεια, τον μεταξύ τους
ετεροπροσδιορισμό και εν τέλει τον πολιτικό αυτοτραυματισμό τους.
Συγκεκριμένα, για τη Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν.
πάντοτε αποτελούσε στόχο η συγκρότηση ενωτικών πρωτοβουλιών με το σχήμα της
ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ στη στρατηγική κατεύθυνση ενοποίησης των δύο σχημάτων.
Για εμάς
οι ενωτικές πρωτοβουλίες μεταξύ των δύο σχημάτων δεν αποσκοπούν ούτε σε μία
εργαλειακή χρήση τους με όρους προεκλογικής διεξαγωγής τους για την εκλογική
συγκόλληση των δύο σχημάτων ούτε στη βάση μιας μεταφυσικής αντίληψης για τα
σχήματα και την ενότητα. Αντίθετα, η εκκίνηση ενός πολιτικού διαλόγου μεταξύ
των σχημάτων, και ο κοινός πολιτικός βηματισμός τους μέσα από τις πολιτικές
διαδικασίες των ενωτικών πρωτοβουλιών αποτελεί για εμάς ένα αναγκαίο βήμα για
τη χάραξη μιας ενιαίας πολιτικής κατεύθυνσης των ΕΑΑΚ στο εσωτερικό του
συλλόγου και την τελική επανένωση των σχημάτων.
Οι ενωτικές πρωτοβουλίες κατά την άποψή μας δεν
πρέπει να περιοριστούν μόνο εν όψει της κοινής εκλογικής καταγραφής των δύο
σχημάτων αλλά να αναπτύσσονται καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς
και, φυσικά να μην αποτελούν μια κλειστή και αποστειρωμένη διαδικασία μεταξύ
του σκληρού πυρήνα των δύο σχημάτων, αλλά μία προσπάθεια που θα είναι κτήμα του
συνόλου του κόσμου που επηρεάζουν τα δύο σχήματα, δίνοντας προοπτική σε εκείνο
το αγωνιστικό δυναμικό του συλλόγου που αποξενώνεται από τις συλλογικές
διαδικασίες και λόγω της αναπαραγωγής της υφιστάμενης κατάστασης.
Οι
ενωτικές πρωτοβουλίες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές θα διεξάγονται, θα
αποτελέσει εν τέλει και τον δείκτη για την επανένωση των σχημάτων. Από την πλευρά μας, είναι υπαρκτή η
πολιτική βούληση για τη διεξαγωγή κοινών διαδικασιών και βηματισμού με το σχήμα
της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ με ειλικρινείς, συντροφικούς και παραγωγικούς όρους, μέσω μιας
διαδικασίας που θα αποτελεί τομή για το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει τα
σχήματα στο μεταξύ τους διάλογο ανοίγοντας το δρόμο, όχι για μια επανένωση που
θα μένει σε επίπεδο διακήρυξης , αλλά για μια επανένωση σε ένα σαφή στρατηγικό
ορίζοντα, από την οποία τα ΕΑΑΚ της Νομικής θα βρεθούν πιο ενδυναμωμένα και
πολιτικά ώριμα να παρέμβουν στο σύλλογο και στους όλο και πιο δυσμενείς
συσχετισμούς που αρθρώνονται σε αυτόν. Προφανώς οι ενωτικές πρωτοβουλίες θα
διεξάγονται όχι με όρους αλληλομαστιγώματος αλλά στη βάση της συντροφικής κριτικής κι αυτοκριτικής από όλες τις πλευρές, ώστε να πάψει ο
ετεροκαθορισμός μεταξύ των δύο σχημάτων και με γνώμονα την υπηρέτηση του
πολιτικού σχεδίου των ΕΑΑΚ και την
παραγωγή κινηματικών αποτελεσμάτων στο εσωτερικό του συλλόγου οι
αντιθέσεις και οι διαγκωνισμοί του παρελθόντος να δώσουν την θέση τους σε μια
υγιή και συντροφική συνύπαρξη και πολιτική λειτουργία. Η θέση μας είναι ότι οι
ενωτικές πρωτοβουλίες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές θα διεξάγονται θα πρέπει
να επανακατοχυρώσουν μια υγιή πολιτική
φυσιογνωμία στη βάση της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, ώστε σε αυτές να βλέπουν
τον εαυτό τους κάθε διακριτό πολιτικό ρεύμα/τάση/αντίληψη που υπάρχει στο
εσωτερικό των δύο σχημάτων μακριά από αγκυλώσεις και μικροηγεμονισμούς, πολλώ
δε μάλλον να επαναθεμελιώσει αυτή τη φυσιογνωμία στη διαδικασία του ενιαίου
σχήματος. Εξάλλου η αγωνιστική δυναμική που αποτυπώθηκε στους τελευταίους
γύρους συνελεύσεων απέναντι στο σχέδιο «Αθηνά» με αποκορύφωμα την αγωνιστική απόφαση
του συλλόγου απέναντι στην κυβερνητική νεολαία (ΔΑΠ) δεν είναι δείγμα
εφησυχασμού για την αναπαραγωγή της κατάστασης μεταξύ των δύο σχημάτων ως έχει,
αλλά δείγμα για να αντιληφθούμε όλοι μας την ιστορική αναγκαιότητα να παρέμβουν
τα ΕΑΑΚ στη Νομική ενοποιημένα μέσω της νικηφόρας κατεύθυνσής τους σε ένα
υπαρκτό ρεύμα στο εσωτερικό του συλλόγου που εναντιώνεται στην κυβερνητική
πολιτική, ώστε να καταφέρουν να το αγκαλιάσουν και να το οδηγήσουν σε ακόμα πιο
ριζοσπαστική πρακτική και κατεύθυνση.
Η προσπάθεια
για ενωτικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να ορίζει ένα πλαίσιο πυκνών, κοινών
πολιτικών διαδικασιών μεταξύ των δύο σχημάτων
πάνω στα κινηματικά επίδικα της σχολής, με κοινές πολιτικές δράσεις των ΕΑΑΚ στο εσωτερικό του συλλόγου,
λειτουργία μέσα από την οποία το πολιτικό σχέδιο των ΕΑΑΚ θα καταφέρνει να
αποτύπωθεί με πιο ηγεμονικούς όρους απέναντι σε ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια
που καταλήγουν να είναι ενσωματώσιμα (ΑΡΕΝ) ή ηττοπαθή κι ανέξοδα (ΜΑΣ).
Οι όποιες διακριτές πολιτικές γραμμές,
αντιθέσεις ή διαφωνίες μεταξύ των δύο σχημάτων σίγουρα δε μπορούν να αποτελούν
κώλυμα για μια τέτοια διαδικασία κι ασφαλώς δεν συντάσσονται στην πλευρά του
κινήματος και της υπηρέτησής του στο σύλλογο.
Ούτως ή άλλως, τα ΕΑΑΚ συγκροτήθηκαν πάνω σε διακριτές πολιτικές γραμμές με
ετερόκλητες ιδεολογικοπολιτικές αναφορές και μήτρες στο εσωτερικό τους
καταφέρνοντας να επιλύσουν τις αντιθέσεις τους στο πεδίο του μαζικού κινήματος.
Εξάλλου η
συλλογική εμπειρία των δύο σχημάτων στη Νομική ήδη από την δεκαετία του ’90
μεταξύ της Σ.Α.Φ.Ν. και της Ρ.Α.Πα.Ν. και των πολύ πιο διακριτών πολιτικών
αντιλήψεων που εξέφραζαν τότε σε σχέση με αυτές που εκφράζονται στο τώρα
(Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν. και ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ) και
η τελική τους ένωση το ’93 καταδεικνύει ότι τα ΕΑΑΚ πάντα κατάφερναν να εγκολπώνουν διακριτές αντιλήψεις στο
εσωτερικό τους με χαώδεις διαφορές και να ενοποιούνται πάνω στο κίνημα. Αυτό
κατέστησε τα ΕΑΑΚ πολιτική πτωτοπορεία όλων των φοιτητικών κινημάτων, έδωσε
ζωντάνια στους συλλόγους και καλλιέργησε αγωνιστές.
Αναμφισβήτητα,
ο σύλλογος μας φέρει μια βαριά
αγωνιστική κληρονομιά, από την κατάληψη, μέχρι τα φοιτητικά κινήματα των
τελευταίων 34 χρόνων. Επίσης, αναμφισβήτητη είναι και η συμβολή σ’ αυτήν την
αγωνιστική κληρονομιά των ίδιων των ΕΑΑΚ τα τελευταία 22 χρόνια. Για μας πρέπει όλοι οι σχηματίες της Νομικής, δράττοντας την εμπειρία
του παρελθόντος των ΕΑΑΚ της Νομικής κι όχι μόνο, να ανακτήσουν εκείνα τα
στοιχεία πολιτικής πρακτικής και φυσιογνωμίας που έκαναν τους ίδιους τους
συλλόγους να αναγνωρίζουν τα ΕΑΑΚ ως το πιο αγωνιστικό, ριζοσπαστικό,
κινηματικό και πρωτοπόρο μόρφωμα εντός των σχολών. Οι αντιθέσεις, κατ΄
εμάς, είναι στοίχημα κι ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερη σύνθεση, οι πολιτικές και
φυσιογνωμικές παθογένειες του παρελθόντος, στοίχημα κι ευκαιρία για την
ανάκτηση πιο συντροφικής φυσιογνωμίας και τη χάραξη ακόμα πιο ριζοσπαστικής
στρατηγικής, οι διασπάσεις του παρελθόντος, στοίχημα κι ευκαιρία για ακόμα πιο
βαθιά και ουσιαστική ενότητα μέσα από ειλικρινή και συντροφικό διάλογο. Εν
τέλει, η ύπαρξη της Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν. και της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ, είναι στοίχημα κι
ευκαιρία, ώστε μέσα aπό
την διαδικασία των ενωτικών πρωτοβουλιών να καταλήξουν στη δημιουργία ενός
ενιαίου σχήματος στην Νομική, στο οποίο τόσο τα ΕΑΑΚ όσο και ο ίδιος ο σύλλογος
θα αναγνωρίζουν εκείνα τα χαρακτηριστικά πολιτικής πρακτικής, λόγου και
φυσιογνωμίας, που θα οδηγούν σε πολιτικά αποτελέσματα εντός του κοινωνικού μας
χώρου, που τελικά θα θυμίζουν τα ΕΑΑΚ ως πρωτοπορία μαζικών, μαχητικών,
ριζοσπαστικών κι ανυποχώρητων φοιτητικών κινημάτων.