in dubio pro re publica*
"εν αμφιβολία υπέρ του κράτους" ή αλλιώς το χρονικό της καταδίκης του Τ. Θεοφίλου
*για όποιον δεν την παλεύει και πολύ με τα ποινικά...in dubio pro reo: αρχή με βάση την οποία η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορούμενου
Λίγο πολύ όλοι έχουμε ακούσει την υπόθεση του αναρχικού Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για κλοπή με καλυμμένα χαρακτηριστικά. Να δούμε κάποιες αντιφάσεις που αποκρύφτηκαν από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Αρχικά, υπήρχαν 19 (!) μάρτυρες, κάποιοι εκ των οποίων αυτόπτες και μέλη της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, κανείς όμως δεν τον αναγνώρισε και μάλλον κατέληξαν στο ότι δεν ήταν σίγουροι αν ήταν αυτός. Το πιο εξόφθαλμο ήταν το γεγονός ότι η καταδίκη του βασίστηκε σε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, το οποίο ανέφερε ότι κάποιος Τάσος συμμετείχε στη ληστεία στην Πάρο. Η αντιτρομοκρατική δήλωσε ότι δεν διαθέτει σύστημα αναγνώρισης κλήσεων και έτσι δεν μπορούσε να γνωρίζει ποιος έκανε το τηλεφώνημα. Η παραπάνω δήλωση φαίνεται, επίσης, αντιφατική όταν στις παραγράφους 1,2 του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται ότι σε περιπτώσεις τρομοκρατικής δράσης επιτρέπεται η άρση απορρήτου, η κατ’ οίκον παρακολούθηση και η καταγραφή συνομιλιών, πράγματα που προφανώς υλοποιεί με τα μέσα που διαθέτει η αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του Θεοφίλου αποτελεί ένα καπέλο στο οποίο βρέθηκε το DNA του, όμως τόσο το γεγονός ότι αυτό το καπέλο δεν υπήρχε στην επί τόπου φωτογράφηση του εγκλήματος, όσο και οι ισχυρισμοί των επιστημόνων ότι μάλλον δεν είναι επαρκές για την απόδειξη της ενοχής του, δεν φαίνεται να πτόησαν τον δικαστή, ο οποίος είχε αντίθετη άποψη εξαρχής. Τέλος, η σύλληψή του ήταν τραγελαφική, καθώς μετά από παρακολούθησή του από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία συνελήφθη στο μετρό Κεραμεικός, επειδή φόραγε την εξαιρετικά ασυνήθιστη τσάντα με τη στάμπα «Πάρος».
Αυτή η αυταρχική, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, απόφαση του δικαστηρίου συνδέεται με έναν ευρύτερο αυταρχισμό που είναι διάχυτος σε όλη την κοινωνία. Όλοι μας έχουμε δει την βίαιη καταστολή των πορειών μεταξύ των οποίων και των φοιτητικών, ενώ πρόσφατα αποκορύφωμα αποτέλεσε η βίαιη και απρόκλητη διάλυση της αντιφασιστικής πορείας στο Μοναστηράκι, όταν την ίδια ώρα η δράση των Χρυσαυγιτών παραμένει ανεμπόδιστη (χαρακτηριστικό παράδειγμα η απαρακώλυτη επίθεση στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο Ρεσάλτο στο Κερατσίνι). Ο αυταρχισμός αυτός παίρνει και ιδεολογική μορφή με την καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται και με τη σαθρή θεωρία των δύο άκρων. Από αυτό το ευρύτερο πλαίσιο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται οι τελευταίες τροπολογίες στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σχετικά με το πώς δηλαδή γίνεται η ποινική διαδικασία όπως προβλέπεται από το άρθρο 12 του νόμου 4236/14, ο οποίος τροποποιεί το άρθρο 101 ΚΠΔ και πιο συγκεκριμένα τις παραγράφους 3,4,5, αποτελώντας ευθυγράμμιση του ελληνικού δικαίου προς το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση το νέο νόμο προβλέπεται ότι ένας κατηγορούμενος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, κάτι που είναι βασική αρχή της ποινικής δικονομίας, εφόσον υπάρχει υποψία ότι από κάτι τέτοιο παραβιάζεται το δημόσιο συμφέρον και η εθνική ασφάλεια. Αυτές οι δύο έννοιες είναι που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από την κυβέρνηση και αποτελούν τον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής. Δημόσιο συμφέρον είναι η φτώχια μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, η άγρια καταστολή όποιου αγωνίζεται και η απαγόρευση πορειών, η κρίση παράνομων και καταχρηστικών όλων των απεργιών και η εισβολή σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και καταλήψεις. Μάλλον, η δικαιοσύνη δεν είναι και τόσο ανεξάρτητη, ούτε ουδέτερη από πολιτικό χρωματισμό, αλλά είναι ο πυρήνας της επιβολής της κρατικής ισχύος. Εν τέλει ίσως να μην απέχουμε και τόσο πολύ από καταστάσεις αντίστοιχες της αμερικανικής κοινωνίας του 1920 όπου καταδικάστηκαν σε θάνατο δύο αναρχικοί (Σάκο και Βαντσέτι) όχι επειδή ήταν ένοχοι ως αυτουργοί κάποιος αξιόποινης πράξης αλλά επειδή θεωρήθηκαν «ηθικοί αυτουργοί ως εχθροί των υπαρχόντων θεσμών».
Βλέποντας τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι η εν αμφιβολία καταδίκη του Τάσου Θεοφίλου αλλά και το γεγονός ότι δεν του αναγνωρίστηκε ούτε καν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου είναι μια σαφέστατα πολιτική απόφαση. Είναι μάλλον εκείνος ο πρότερος βίος του (δήλωση του ίδιου ότι είναι αναρχικός και στενός φίλος με τον Κώστα Σακκά) και όχι τα «αδιάσειστα» αποδεικτικά στοιχεία, που τον καταδίκασαν σε 25 χρόνια κάθειρξης. Πρόκειται για μία δίκη πολιτικών φρονημάτων, μία ακόμα προσπάθεια φίμωσης όποιου σηκώνει κεφάλι και προσπαθεί να αντισταθεί στον αυταρχισμό της κυρίαρχης πολιτικής ή ακόμα απλώς σκέφτεται να το κάνει.
Από τον Σάκο και τον Βαντσέτι μέχρι τον Σακκά και τον Θεοφίλου οι αντιφρονούντες αντιμετωπίζουν μεν τον πέλεκυ του νόμου, δείχνουν δε και πόσο «ανεξάρτητη» είναι η δικαιοσύνη και πως το δίκαιο εν τέλει δεν είναι αυτό που ορίζουν οι νόμοι, αλλά όσοι αγωνίζονται.
Αυτή η αυταρχική, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, απόφαση του δικαστηρίου συνδέεται με έναν ευρύτερο αυταρχισμό που είναι διάχυτος σε όλη την κοινωνία. Όλοι μας έχουμε δει την βίαιη καταστολή των πορειών μεταξύ των οποίων και των φοιτητικών, ενώ πρόσφατα αποκορύφωμα αποτέλεσε η βίαιη και απρόκλητη διάλυση της αντιφασιστικής πορείας στο Μοναστηράκι, όταν την ίδια ώρα η δράση των Χρυσαυγιτών παραμένει ανεμπόδιστη (χαρακτηριστικό παράδειγμα η απαρακώλυτη επίθεση στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο Ρεσάλτο στο Κερατσίνι). Ο αυταρχισμός αυτός παίρνει και ιδεολογική μορφή με την καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται και με τη σαθρή θεωρία των δύο άκρων. Από αυτό το ευρύτερο πλαίσιο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται οι τελευταίες τροπολογίες στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σχετικά με το πώς δηλαδή γίνεται η ποινική διαδικασία όπως προβλέπεται από το άρθρο 12 του νόμου 4236/14, ο οποίος τροποποιεί το άρθρο 101 ΚΠΔ και πιο συγκεκριμένα τις παραγράφους 3,4,5, αποτελώντας ευθυγράμμιση του ελληνικού δικαίου προς το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση το νέο νόμο προβλέπεται ότι ένας κατηγορούμενος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, κάτι που είναι βασική αρχή της ποινικής δικονομίας, εφόσον υπάρχει υποψία ότι από κάτι τέτοιο παραβιάζεται το δημόσιο συμφέρον και η εθνική ασφάλεια. Αυτές οι δύο έννοιες είναι που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από την κυβέρνηση και αποτελούν τον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής. Δημόσιο συμφέρον είναι η φτώχια μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, η άγρια καταστολή όποιου αγωνίζεται και η απαγόρευση πορειών, η κρίση παράνομων και καταχρηστικών όλων των απεργιών και η εισβολή σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και καταλήψεις. Μάλλον, η δικαιοσύνη δεν είναι και τόσο ανεξάρτητη, ούτε ουδέτερη από πολιτικό χρωματισμό, αλλά είναι ο πυρήνας της επιβολής της κρατικής ισχύος. Εν τέλει ίσως να μην απέχουμε και τόσο πολύ από καταστάσεις αντίστοιχες της αμερικανικής κοινωνίας του 1920 όπου καταδικάστηκαν σε θάνατο δύο αναρχικοί (Σάκο και Βαντσέτι) όχι επειδή ήταν ένοχοι ως αυτουργοί κάποιος αξιόποινης πράξης αλλά επειδή θεωρήθηκαν «ηθικοί αυτουργοί ως εχθροί των υπαρχόντων θεσμών».
Βλέποντας τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι η εν αμφιβολία καταδίκη του Τάσου Θεοφίλου αλλά και το γεγονός ότι δεν του αναγνωρίστηκε ούτε καν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου είναι μια σαφέστατα πολιτική απόφαση. Είναι μάλλον εκείνος ο πρότερος βίος του (δήλωση του ίδιου ότι είναι αναρχικός και στενός φίλος με τον Κώστα Σακκά) και όχι τα «αδιάσειστα» αποδεικτικά στοιχεία, που τον καταδίκασαν σε 25 χρόνια κάθειρξης. Πρόκειται για μία δίκη πολιτικών φρονημάτων, μία ακόμα προσπάθεια φίμωσης όποιου σηκώνει κεφάλι και προσπαθεί να αντισταθεί στον αυταρχισμό της κυρίαρχης πολιτικής ή ακόμα απλώς σκέφτεται να το κάνει.
Από τον Σάκο και τον Βαντσέτι μέχρι τον Σακκά και τον Θεοφίλου οι αντιφρονούντες αντιμετωπίζουν μεν τον πέλεκυ του νόμου, δείχνουν δε και πόσο «ανεξάρτητη» είναι η δικαιοσύνη και πως το δίκαιο εν τέλει δεν είναι αυτό που ορίζουν οι νόμοι, αλλά όσοι αγωνίζονται.