Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

MA ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΤΑ ΠΤΥΧΙΑ;;;




Με έκπληξη διαβάσαμε το νέο κείμενο της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, το οποίο παραδόξως, αντί να προσκαλεί σε κάποιο πάρτυ ή σε κάποια εκδρομή, εκφράζει την ανησυχία της για το ζήτημα των πτυχίων.  Συγκεκριμένα, η ΔΑΠ αναφέρεται στην απόφαση της ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας για την κατάργηση των εξετάσεων ΔΟΑΤΑΠ (εξετάσεις αναγνώρισης ακαδημαϊκών τίτλων στους αποφοίτους σχολών από χώρες της ΕΕ), η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα (σύμφωνα πάντα με τη ΔΑΠ!) την υποβάθμιση των πτυχίων μας, στοχοποιώντας μάλιστα τους αποφοίτους των σχολών αυτών ως υπευθύνους της υποβάθμισης, καθώς αυτοί «θα έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους αποφοίτους των Νομικών Σχολών της Ελλάδας και ειδικά τους πτυχιούχους της Νομικής Αθήνας που διαθέτει ασύγκριτα υψηλότερο επίπεδο σπουδών(!)». 

Ποιος, όμως, ευθύνεται για την υποβάθμιση των πτυχίων μας; Ευθύνονται οι απόφοιτοι των σχολών άλλων χωρών; Μάλλον η απάντηση δε βρίσκεται εκεί, όπως διατείνεται η ΔΑΠ, αλλά στον ίδιο το ν. Αρβανιτόπουλου, στο σχέδιο «Αθηνά», ειδικότερα δε για τη Νομική και στο νέο κώδικα δικηγόρων, που προωθούνται από την κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας και είναι αυτά τα οποία έρχονται να αλλάξουν ριζικά το χάρτη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και να σαρώσουν κάθε κεκτημένο του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών. Αυτοί ακριβώς είναι οι λόγοι που θα οδηγήσουν στην υποβάθμιση τα πτυχία μας και θα «βάλουν ταφόπλακα» στο μέλλον μας, τους οποίους έρχεται να εφαρμόσει η ΔΑΠ μέσα στα πανεπιστήμια, ως εκφραστής της κυβερνητικής πολιτικής, ως πιστή νεολαία του κομματικού της φορέα (Ν.Δ.), κι ως πάντα πρόθυμος συνδιαλεγόμενος και συνεργάτης στις πιο αντιδραστικές κινήσεις Κυβέρνησης, Υπουργείου, αλλά και θεσμικών οργάνων.

Αρχικά, το σχέδιο «Αθηνά», το οποίο παρουσιάστηκε πριν από λίγες μέρες, έρχεται να «εξορθολογήσει» την τριτοβάθμια εκπαίδευση καταργώντας τμήματα και συγχωνεύοντας σχολές, αφήνοντας κάποιους υποψηφίους εκτός πανεπιστημίου και δημιουργώντας συνθήκες τόσο για τους εν ενεργεία φοιτητές όσο και για τους αποφοίτους, σε συνδυασμό με τις απανωτές αντιδραστικές μεταβολές στο εργασιακό επίπεδο, οι οποίοι θα καθιστούν και για αυτούς εξαιρετικά αμφίβολη την δυνατότητα εργασίας στο αντικείμενό τους . Το σχέδιο αυτό, λοιπόν, δεν αποσκοπεί μόνο στην εξοικονόμηση χρημάτων, αλλά στη δημιουργία ενός «νέου» πανεπιστημίου. Στόχος της κυρίαρχης πολιτικής είναι η δημιουργία μέσω αυτού ενός ευέλικτου εργατικού δυναμικού χωρίς κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, το οποίο δε θα μπορεί να διεκδικήσει και να κατοχυρώσει αξιοπρεπείς όρους εργασίας και αμοιβής, και θα έχει εμπεδώσει ήδη ως φοιτητικό σώμα προκειμένου να αποκτήσουν πτυχίο (καθώς προ των πυλών είναι και η εφαρμογή των διαγραφών κι αυτό δεν θα είναι πια αυτονόητο) αποξενωμένο από κάθε συλλογική παράσταση και διεκδίκηση πως μόνη , προφανώς αδιέξοδη, οδός θα είναι η ατομική διαπραγμάτευση με τον εκάστοτε εργοδότη. Η συγχώνευση αυτή θα έχει ως λογικό επακόλουθο την αλλαγή του προγράμματος σπουδών (σε σχολές με παρεμφερές αντικείμενο), οδηγώντας στον κατακερματισμό του γνωστικού αντικειμένου, με αποτέλεσμα τη διάσπαση του ενιαίου πτυχίου. Παράλληλα, με το σχέδιο αυτό, προλειαίνεται το έδαφος για την εφαρμογή της συνθήκης της Μπολόνια και της Λισσαβόνας (στων οποίων την εφαρμογή πρωτοστατούσε η ΔΑΠ ) για τη δημιουργία δύο κύκλων σπουδών (bachelor και master) σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Συγκεκριμένα, στη Νομική, η διάσπαση του πτυχίου μπορεί να εξυπηρετηθεί με την εισαγωγή κατευθύνσεων στο πρόγραμμα σπουδών με αποτέλεσμα να μην παρέχεται ενιαίο πτυχίο αλλά αυτός που θα αποφοιτά θα είναι αστικολόγος, ποινικολόγος κλπ., περιορίζοντας έτσι το πεδίο των επαγγελματικών μας επιλογών, αφήνοντας μας έρμαιο στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Παράλληλα η διάλυση των πτυχίων και η ρευστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων με την εισαγωγή πιστωτικών μονάδων σε αυτά, ανοίγει το δρόμο για τον εγκλωβισμό του φοιτητικού σώματος στο κύκλο της ειδίκευσης-αποειδίκευσης-επανειδίκευσης και στο συνεχές κυνήγι συλλογής προσόντων και δεξιοτήτων για ένα πιο ανταγωνιστικό πτυχίο από του συμφοιτητή του. Το πτυχίο λοιπόν θα είναι πλέον ένας ατομικός φάκελος συσσώρευσης δεξιοτήτων και προσόντων. Σε συνδυασμό μάλιστα με την από διετίας εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των ΑΕΙ με αυτά των ΚΕΣ το φοιτητικό σώμα θα έχει ένα σίγουρο μέλλον στην ανεργία. Συνεπώς, το σχέδιο Αθηνά προαπεικονίζει ένα πανεπιστήμιο συμμορφωμένο με τις ανάγκες του μνημονίου, ένα πανεπιστήμιο δηλαδή που θα διαμορφώνει τον μελλοντικό πειθήνιο εργαζόμενο που θα είναι πολλών ταχυτήτων και ειδικεύσεων και θα ανταποκρίνεται στην εργασιακή πραγματικότητα των ελαστικών σχέσεων εργασίας.

Όχημα εφαρμογής αυτής της κατεύθυνσης για τη διάλυση των ενιαίων πτυχίων αποτελεί η αξιολόγηση και η εισαγωγή του συστήματος των πιστωτικών μονάδων στο πρόγραμμα σπουδών. Η αξιολόγηση, «εσωτερική και εξωτερική», με στόχο τη «βελτίωση της ποιότητας» των πανεπιστημίων, κάνοντάς τα πιο αποδοτικά, θα σημάνει πολύ πρακτικά αλλαγές στα προγράμματα σπουδών και στους όρους φοίτησης, εις βάρος του φοιτητικού σώματος, εντείνοντας το σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στα ιδρύματα και την άμεση μετακύλιση του μεταξύ τους ανταγωνισμού στους φοιτητές, μέσα από την αυταρχικοποίηση των συνθηκών φοίτησης. Η αξιολόγηση, λοιπόν, όπως προβλέπεται από τον Πρότυπο Εσωτερικό Κανονισμό, λαμβάνει το χαρακτήρα ιδεολογικής συμμόρφωσης και ελέγχου, με σκοπό την αυστηρότερη στοίχιση όλων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία πίσω από την προσπάθεια της κυβερνητικής πολιτικής να τους εγγράψει, ως μελλοντικούς εργαζόμενους, τα ιδεολογήματα του ατομικού δρόμου και του ανταγωνισμού. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα εκβιαστικό δίλλημα που θέτει το κράτος, αφού απεκδύεται τις ευθύνες για τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων και εκβιάζει την εναρμόνισή τους με τις αναδιαρθρωτικές κατευθύνσεις καθώς αυτές θα συνοδεύουν την παροχή κονδυλίων, κάτι το οποίο θα επιταχύνει τις αντιδραστικές αλλαγές στο εσωτερικό τους. Μάλλον, λοιπόν, αυτή η αξιολόγηση, ως μόνος τρόπος για την εφαρμογή του σχεδίου Αθηνά στη σχολή μας, για να επιτευχθεί η διάσπαση του κύκλου σπουδών και να δημιουργηθούν πτυχία πολλαπλών ταχυτήτων και κατευθύνσεων, είναι κι ο απώτερος στόχος της ΔΑΠ μιλώντας για το επίπεδο των σπουδών μας. Τελικά όμως η αξιολόγηση είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να  αποδείξει το ασύγκριτα υψηλότερο επίπεδό μας, προς τέρψη κι επιβεβαίωση του συναδελφικού λόγου της ΔΑΠ, ή η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την οριστική ισοπέδωση πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων, προς τέρψη κι επιβεβαίωση της πολιτικής πρακτικής και των πολιτικών επιδιώξεων της ΔΑΠ;

Μέσα σε όλα αυτά εντάσσεται και ο «νέος κώδικας δικηγόρων» ο οποίος προβλέπει το θεσμό της άμισθης εργασίας των φοιτητών σε δικηγορικά γραφεία στα πλαίσια της μαθητείας αλλά και την εισαγωγή πανελλαδικών εξετάσεων ασκουμένων, σύμφωνα με τις οποίες, αν κάποιος κοπεί τρεις φορές δε θα μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Συμπλέουσες, μάλιστα, με τον κώδικα δικηγόρων είναι και οι δηλώσεις του Φορτσάκη, βάσει των οποίων, μόνο το 10% των επιτυχόντων θα λαμβάνουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα θεσμό που νομιμοποιεί τη «μαθητεία», τη «μαύρη εργασία» επί της ουσίας κατά τη διάρκεια της φοίτησης, γεγονός που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εντατικοποίηση της φοιτητικής καθημερινότητας καθώς και στη δημιουργία δυσχερών συνθηκών εργασίας για τους ασκούμενους και τους νέους δικηγόρους, οι οποίοι θα εξωθούνται σταδιακά από το επάγγελμα. Φαίνεται, λοιπόν, πως κι αν ακόμη καταφέρουμε να πάρουμε πτυχίο και περάσουμε τις εξετάσεις μετά την άσκηση, έχοντας ένα πτυχίο κουρελόχαρτο, που δε θα εξασφαλίζει τίποτα, το φάσμα της ανεργίας θα βρίσκεται συνεχώς πάνω από το κεφάλι μας. Έκδηλη, λοιπόν, απορία  μας προκαλεί κατά τους προηγούμενους μήνες  η στάση της ΔΑΠ, η οποία τηρούσε σιγή ιχθύος για όλα αυτά, και κατόρθωσε να εστιάσει τον προβληματισμό της για την στάση των δικηγορικών συλλόγων σε ότι έχει να κάνει με τους συναδέλφους από τα ξένα πανεπιστήμια. Μάλιστα αν δεν μας απατά η μνήμη μας ο Πρόεδρος του ΔΣΑ, Αδαμόπουλος, ανήκων κι ο ίδιος στην παράταξη της Ν.Δ., που τώρα η ΔΑΠ κατακεραυνώνει μαζί με τους υπόλοιπους προέδρους, ήταν ο επίτιμος καλεσμένος στην εκδήλωσή της πέρυσι στην οποία προσπαθούσε να πείσει για την εξέχουσα επαγγελματική προοπτική που πρέπει να προσδοκάμε μετά την Νομική.
 
Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα πως οι φοιτητές, ακόμη και αν καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους μέσα σε αυτό το αυταρχικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει ασφυκτικούς ρυθμούς σπουδών, με υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, αλυσίδες μαθημάτων, κατάργηση συγγραμμάτων και όλα αυτά με τη «δαμόκλειο σπάθη» των διαγραφών να βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια τους, βγαίνοντας στην αγορά εργασίας, αυτό που θα έχουν να αντιμετωπίσουν θα είναι η ανεργία και η ανασφάλεια, όχι εξαιτίας  των αποφοίτων των άλλων σχολών που θα τους υποβαθμίζουν τα πτυχία, αλλά γιατί το πτυχίο το οποίο θα έχουν δε θα τους εξασφαλίζει κανένα επαγγελματικό δικαίωμα. Οι απόφοιτοι μάλιστα των σχολών που αναφέρει η ΔΑΠ, όπως και οι απόφοιτοι των ΚΕΣ, θα είναι αυτοί που θα βιώσουν την πιο έντονη αγριότητα των εργασιακών σχέσεων κι αν εμείς δεν είμαστε αυτοί που θα υπερασπιστούμε τα πτυχία μας, όχι απέναντι σε αυτούς, αλλά απέναντι στα αντιδραστικά νομοθετήματα του Υπουργείου, τον εργασιακό μεσαίωνα που χτίζει η κυβέρνηση, την αδηφάγο αγορά εργασίας του μνημονίου και τους υποστηρικτές όλων αυτών εντός της σχολής (ΔΑΠ!), θα συρθούμε συνολικά και μαζί με αυτούς τους αποφοίτους στο ίδιο ζοφερό εργασιακό μέλλον.   
Και , εν τέλει, ας μη γελιόμαστε! Δεν έχει δικαίωμα η ΔΑΠ που τα τελευταία 10 χρόνια προσπαθεί να εφαρμόσει την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική μέσα στα πανεπιστήμια, με την υλοποίηση των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, είτε αυτό λέγεται αξιολόγηση (2003), είτε εφαρμογή της συνθήκης της Μπολόνια και της Λισσαβόνας και νόμος Γιαννάκου (2006-2007) είτε ΚΕΣ (2008), είτε Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων (η πρώτη ουσιαστικά πράξη της υποβάθμισης των πτυχίων με την ιεραρχική αξιολόγηση των διαφόρων τίτλων σπουδών) (2009) είτε νόμος Διαμαντοπούλου (2011), να διαρρηγνύει ξαφνικά τα ιμάτιά της για τα πτυχία μας. Να μιλάει για τα πληρωμένα πτυχία η πολιτική δύναμη των πελατειακών σχέσεων, των προνομιακών σχέσεων με μερίδες του καθηγητικού σώματος, η πολιτική δύναμη που λίγο καιρό αφότου δηλώσει κάτι αυτό γίνεται πρόταση του Φορτσάκη ή απόφαση του τμήματος, η πολιτική δύναμη που υπόπτως ξέρει πάντα πότε θα κλείσουν την σχολή τα θεσμικά όργανα ή το Υπουργείο Προ.Πο.. Δεν  έχει τελικά δικαίωμα να μιλάει για φοιτητές που «ματώνουν» η ΔΑΠ που σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στην υπαρκτή ισοπέδωση του παρόντος και του μέλλοντός τους, γιατί όχι μόνο δεν επιδιώκει να θέσει αναχώματα σε αυτές της πολιτικές, αλλά απεναντίας αποτελεί τον πιο συγκροτημένο εκφραστή τους εντός των σχολών.

 Κι εντέλει η ΔΑΠ ποιο ακριβώς υψηλό επίπεδο της Νομικής Αθήνας υπερασπίζεται; Αυτό που οι φοιτητές πληρώνουν κώδικες και συγγράμματα κι αυτή δεν κάνει τίποτα; Αυτό που στις εξεταστικές οι καθηγητές παίρνουν τους σχολιασμένους κώδικες των φοιτητών ως «απαγορευμένους» (αυτούς που ευλόγησε η σχολή να μας δώσει μόνη της!) κι αυτή δεν κάνει τίποτα; Αυτό που θα επιβάλλει να διαγράφονται στα 6 χρόνια φοιτητές όταν αυτοί μπορεί να δουλεύουν, όταν αυτοί πληρώνουν συγγράμματα και κώδικες, κυρίως δε όταν ο μέσος όρος αποφοίτησης στη νομική είναι τα 6,5 χρόνια και η ΔΑΠ δεν κανει τίποτα; Ή μήπως πιστεύει κανείς πως η ΔΑΠ θα κλαίει πάνω από το χυμένο γάλα αν περάσει και στη Νομική το σχέδιο Αθηνά αντί να τρίβει τα χέρια της που θα έχει επιτευχθεί η αναδιάρθρωση του καλού της υπουργού Αρβανιτόπουλου που πρόσκεινται στον ίδιο πολιτικό χώρο;

 Κι αυτοί που κατηγορούνται από την ΔΑΠ ότι γίνονται ουρά στις απεργίες της «ξεπουλημένης» ΓΣΕΕ, είναι το φοιτητικό κίνημα που τόσα χρόνια, μέσα από τους συλλογικούς του αγώνες έθετε και οφείλει να συνεχίσει να θέτει ανάχωμα στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις που έρχονται να ισοπεδώσουν κάθε κεκτημένο δικαίωμά μας. Το φλέγον, λοιπόν, ζήτημα, όπως αναφέρει και η ΔΑΠ στο κείμενό της, δεν είναι η ανάδειξη της υποβάθμισης των πτυχίων μας, η οποία θα συντελεστεί με τη κατάργηση των εξετάσεων ΔΟΑΤΑΠ, αλλά πως η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση έρχεται να ισοπεδώσει τη γενιά μας, οδηγώντας μας σε ένα μέλλον ανασφάλειας και ανεργίας.

Η ΔΑΠ ούτε μπορεί αλλά προφανώς ούτε και θέλει να διασφαλίσει τίποτα για κανέναν, παρά μόνο πως ο καθένας μας βυθισμένος στην ατομική του αγωνία είτε θα πνιγεί μόνος του, είτε θα διαπραγματευτεί μόνος του πως το εργασιακό του μέλλον θα είναι λίγο λιγότερο ζοφερό από του άλλου. Κι αυτό γιατί τα ακριβώς παραπάνω αποτελούν αρκετά για την αγόγγυστη εφαρμογή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Το μόνο που σαφώς τρέμει η ΔΑΠ είναι η δύναμη των συλλογικών αποφάσεων, για αυτό και δεν αναφέρει τίποτα για όσα διαλύουν όντως το Πανεπιστήμιο, για αυτό απέχει από τις συλλογικές διαδικασίες και τις συνελεύσεις του συλλόγου, για αυτό το 06-07 όταν οι συνελεύσεις στο αμφιθέατρο 1 είχαν 1000 και 1500 άτομα που πάλευαν για την μη ισοπέδωση των πτυχίων τους οι μπράβοι της ΔΑΠ τους μάτωναν κυριολεκτικά! Είναι ,λοιπόν, χρέος όλων των κινηματικών πολιτικών δυνάμεων και όλου του φοιτητικού συλλόγου ,καθώς καμία ΔΑΠ δεν θέλει και κανένας ατομικά δεν μπορεί, να προτάξουμε τη συλλογική διεκδίκηση και τον συλλογικό αγώνα απέναντι στην ατομική διαπραγμάτευση, για να διασφαλίσουμε με ενιαίο τρόπο τα ενιαία φοιτητικά μας συμφέροντα και να διασφαλίσουμε πως θα έχουμε ενιαία πτυχία που θα μας παρέχουν αξιοπρεπή εργασιακή προοπτική, κι όχι ατομικούς φάκελους προσόντων – διαβατήρια στην ανεργία. Οι φοιτητές που «ματώνουν» λοιπόν, δεν έχουν ανάγκη από επιθέσεις της ΔΑΠ απέναντι σε άλλους φοιτητές, αλλά έχουν ανάγκη να «εξοντώνουν» οριστικά τα σχέδια όσων τους «ματώνουν», συμπεριλαμβανόμενης και της ΔΑΠ!