Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Κείμενο του σχήματος για το φαινόμενο του φασισμού/ναζισμού


ΦΑΣΙΣΜΟΣ / ΝΑΖΙΣΜΟΣ
Εχθρός ή παιδί του συστήματος;


Τα τελευταία χρόνια τόσο υπό την πίεση ενός μεταναστευτικού ρεύματος από τις αρχές του ’90 (πρώην ΕΣΣΔ, Αλβανία) αλλά και μεταγενέστερα (χώρες της Αφρικής και της Μ. Ανατολής) όσο και από την εξαθλίωση που έφερε το τελευταίο διάστημα η ίδια η οικονομική κρίση παρατηρείται μια στροφή της κοινωνίας προς ρατσιστικές αντιλήψεις, μια εξάπλωση εν ολίγοις του ρατσισμού.
Η εμφάνιση αυτής της αντίληψης που αξονίζει όλον τον πολιτικό διάλογο γύρω από τις φυλετικές διακρίσεις και την απέχθεια προς το διαφορετικό πρώτον δεν είναι ένα ίδιον γνώρισμα αποκλειστικά της εποχής μας και δεύτερον αποτελούσε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την κεντρική ιδέα που τροφοδότησε δύο πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα, τον φασισμό και τον ναζισμό, που παρά την ταύτισή τους στον καθημερινό πολιτικό λόγο αποτελούν εντούτοις διαφοροποιημένες πολιτικές αντιλήψεις.
Πριν προχωρήσουμε όμως σε μια σύντομη ανάλυση του κάθε ρεύματος οφείλουμε να εξετάσουμε πρώτον γιατί συντηρούνται και αναπαράγονται ρατσιστικά πρότυπα μέσα στην κοινωνία και δεύτερον γιατί συγκεκριμένα σε περιόδους οικονομικής κρίσης και ανέχειας μαζικοποιούνται οι δυνάμεις του φασισμού/ναζισμού (όπως και με την κρίση του 1929Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) και όχι σε περιόδους ευημερίας;
Όσον αφορά το πρώτο, η ανάγκη για διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε μια κοινωνία ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται σε σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ τους λόγω της διαφορετικής θέσης που έχει ο καθένας στην διαδικασία παραγωγής των διαφόρων προϊόντων, της συνοχής, δηλαδή, μεταξύ κοινωνικών ομάδων (τάξεων) με προδήλως διαφορετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα κάνει απαραίτητη την ύπαρξη ενός ενοποιητικού στοιχείου, ικανού να θέσει στην άκρη τις αντιθέσεις αυτές υπό την σκέπη του. Ως τέτοιο λειτούργησε από την ίδρυση του το ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας. Το έθνος, δηλαδή, αν και πρόκειται για ένα υπαρκτό ιστορικά και πολιτιστικά φαινόμενο χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα της αδιαιρετότητας ενός κατά τα άλλα κατακερματισμένου και ετερογενούς κοινωνικού μίγματος, όπως αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν οι κοινωνίες στα καπιταλιστικά κράτη.
Στα πλαίσια αυτά λειτουργεί και η προσπάθεια ετεροκαθορισμού ενός έθνους, «ντουρώματος» της συνείδησής του απέναντι στα άλλα, ιδιαίτερα όταν αυτό νιώθει ότι η πολυπολιτισμικότητα μιας κοινωνίας απειλεί τα συνεκτικά πολιτιστικά στοιχεία του. Τα
παραδοσιακά μεσαία, μικροαστικά στρώματα τυλίγονται με την μπέρτα μιας ρομαντικής αφήγησης για την ανωτερότητα του έθνους τους και τα κατορθώματά του με τον ίδιο τρόπο που οι ευγενείς αυτοπροσδιορίζονταν από την καθαρότητα του αίματός τους (Λέων Τρότσκι).
Όσον αφορά το δεύτερο, σε περιόδους οικονομικής κρίσης πέρα από εξαθλίωση των εργαζομένων, αυτών που παραδοσιακά αποτελούν την εργατική τάξη, έχουμε, επίσης, ραγδαία φτωχοποίηση των μεσαίων, μικροαστικών στρωμάτων, αυτών που κατέχουν μικρότερο κεφάλαιο από την αστική τάξη, των μικροεπιχειρηματιών και βιοτεχνών, του επιστημονικού προσωπικού. Αυτά τα στρώματα τρέφουν μένος απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο (την αστική τάξη) που τους «κρύβει τον ήλιο» αλλά και κάθε έννοια «προόδου» καθώς αντιλαμβάνονται πως κάθε έκφανσή της μεταφράζεται σε καπιταλιστική ανάπτυξη και περαιτέρω ενδυνάμωση του μεγάλου κεφαλαίου που τα πνίγει, αλλά στρέφονται απέναντι και στην εργατική τάξη καθώς φοβούνται ένα πιθανό ξεσηκωμό της όπως και την αμφισβήτηση από πλευράς της των δομών και των σχέσεων εξουσίας της καπιταλιστικής κοινωνίας που διατηρούν τα ίδια τα μικροαστικά στρώματα σε μια κάπως καλύτερη αλλά όχι κυρίαρχη θέση.
Σε αυτό το πλαίσιο ο φασισμός ή ο ναζισμός ως ένα πολιτικό ρεύμα που έχει ως βάση κυρίαρχα την μικροαστική τάξη προτάσσει ένα ιδεαλιστικό πλαίσιο αρχών αποκηρύσσοντας οτιδήποτε προσιδιάζει σε υλιστική προσέγγιση των πραγμάτων και στην έννοια της προόδου και αντιτάσσοντας αξίες μεσαιωνικής και αρχέγονης προέλευσης όπως το καθήκον, η τιμή, η δύναμη, η φυλή. Ουσιαστικά ανήμπορη η μικροαστική τάξη να αντιταχθεί στο μεγάλο κεφάλαιο και να χαράξει μια δική της, αυτοτελή πολιτική πορεία, τσακίζει την εργατική τάξη και κάθε μορφή εργατικής δημοκρατίας (συνδικάτα, συνελεύσεις, σωματεία – τίποτα δεν έμεινε όρθιο στην ναζιστική Γερμανία) ενώ, παράλληλα, με το πολιτικό της πρόγραμμα να καταλήγει μια γραφειοκρατική, αστυνομοκρατική καρικατούρα, τάσσεται πλήρως με τις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου, μη πραγματώνοντας καμία υπόσχεση χειραφέτησης.

Εν κατακλείδι, πρόκειται ο φασισμός/ ναζισμός για την αξιοποίηση της μικροαστικής τάξης από πλευράς του μεγάλου κεφαλαίου για την διατήρηση της ηγεμονίας του απέναντι στην εργατική τάξη με την μορφή ενός αυταρχικού κράτους με ισχυρή, ιδεαλιστική και σχεδόν μυστικιστική προσήλωση στην έννοια του έθνους ή της φυλής και ξεκάθαρα ιμπεριαλιστική και επεκτατική πολιτική.


ΦΑΣΙΣΜΟΣ: Πολιτικό ρεύμα που έκανε την εμφάνισή του στην Ιταλία στις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το εργατικό κίνημα στην Ιταλία γνώρισε μια σχετική άνοδο με ορατή την προοπτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (Οκτωβριανή Επανάσταση, 1917). Πρώτο μέλημα για τις δυνάμεις του κεφαλαίου μεταπολεμικά ήταν το τσάκισμα του εργατικού κινήματος, το οποίο προδομένο από την υποχωρητική ιταλική σοσιαλδημοκρατία ήταν περί το 1920 σχετικά ευάλωτο. Τον Νοέμβριο του 1920 εισβάλουν βίαια οι φασίστες για πρώτη φορά στο ιταλικό πολιτικό σκηνικό με την εισβολή στην Bologna όπου άνοιξαν πυρ προς τον σοσιαλδημοκράτη δήμαρχο και επιτέθηκαν στα γραφεία ριζοσπαστικών εργατικών ενώσεων.
Ο ιταλικός φασισμός, με κύριο εκφραστή τον Μπενίτο Μουσολίνι και φορέα το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, θεωρούσε ότι η Ιταλία αποτελεί συνέχεια της αρχαίας Ρώμης και ότι θα έπρεπε να ξαναγίνει η αυτοκρατορία που ήταν παλιά ενώ υποστήριζε κυρίως την απόκτηση εδαφών που πίστευε ότι ανήκαν δικαιωματικά στην Ιταλία, καθώς και ένα αυταρχικό κορπορατιστικό οικονομικό μοντέλο απόλυτου κρατικού ελέγχου, «ταξικής συνεργασίας» αλλά στην ουσία διάλυσης κάθε έννοιας εργατικής δημοκρατίας.
Η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προδοτική στάση που κράτησε η ιταλική σοσιαλδημοκρατία απέναντι στο ιταλικό εργατικό κίνημα το οποίο εμφανιζόταν ενδυναμωμένο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιχειρώντας απεργίες και καταλήψεις σε εργοστάσια με την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία να αποτελεί ένα παράδειγμα προλεταριακής επανάστασης εξαιρετικά νωπό. Η διαχειριστική και υποχωρητική στάση της σοσιαλδημοκρατίας που προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες και να αποκλιμακώσει την κατάσταση έδωσε τον χώρο και τον χρόνο στον φασισμό να οργανωθεί έτσι ώστε από το 1920 και μετά να επιτίθεται συστηματικά στο εργατικό κίνημα. Πέρα από αυτό, όμως, σημαντικός παράγοντας για την μαζικοποίηση του φασισμού στην Ιταλία ήταν και το «λαβωμένο» εθνικό αίσθημα λόγω των ελάχιστων κερδών που απέσπασε η Ιταλία ως νικήτρια του Α’ Παγκοσμίου.
Σε επίπεδο πολιτικής φρασεολογίας και τακτικής ο φασισμός είναι ρεύμα που επιδιώκει την πλατιά λαϊκή απεύθυνση προσηλωμένος σε έναν εθνικιστικό πολιτικό λόγο και μέσα από ένα οργανωμένο φασιστικό κόμμα. Δεν αναφέρεται σε στοιχεία ανωτερότητας της λευκής φυλής, ούτε ενέχει στοιχεία αντισημιτισμού.

ΝΑΖΙΣΜΟΣ: Πολιτικό ρεύμα που έκανε την εμφάνισή του στην Γερμανία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνδέθηκε άρρηκτα με το πρόσωπο του ηγέτη του ναζιστικού κόμματος, Αδόλφου Χίτλερ. Η ιστορία της εξάπλωσης του ναζισμού στην Γερμανία έχει αρκετές ομοιότητες με αυτήν του ιταλικού φασισμού. Στην ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918) το εργατικό κίνημα βιώνει άλλη μια προδοσία από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία (SPD) η οποία για να εμποδίσει την προοπτική μιας προλεταριακής επανάστασης συνεργάζεται μέχρι και με τα Freikorps, τα αντικομμουνιστικά εθνικιστικά παραστρατιωτικά τάγματα που αποτέλεσαν την μαγιά των πρώτων Ναζί. Το σοσιαλδημοκρατικό SPD που είχε υποστηρίξει τον πόλεμο ανέρχεται στα πράγματα κατά την περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 σε συνδυασμό με το ταπεινωμένο εθνικό φρόνημα μετά την υπογραφή της συνθήκης των Βερσαλλιών (1922) για τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας (πάλι εμφανίζεται το ψυχολογικό σύμπλεγμα του προδομένου στρατιώτη)  μέχρι το Σεπτέμβριο του 1930 είχε ανεβάσει το ποσοστό του Ναζιστικού Κόμματος κατά 700%. Το συνεχές βάθεμα της οικονομικής κρίσης αλλά και τα απανωτά λάθη τόσο από πλευράς SPD (στήριξη μοναρχίας, σεχταρισμός απέναντι στο κομμουνιστικό KPD, καμία αντίδραση με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία) όσο και από πλευράς KPD (συνεργασία με τους ναζί για την άσκηση πίεσης στο SPD για την δημιουργία ενωμένου [αριστερού] μετώπου το 1931) οδήγησαν τον Χίτλερ στην εξουσία μέχρι το 1933.

Σε επίπεδο πολιτικού λόγου ο ναζισμός διαφέρει από τον φασισμό σε αρκετά σημεία. Έχουν και οι δύο μια εθνικιστική βάση, μια κατ’ επίφαση «αντικαπιταλιστική» φρασεολογία, μια παραπομπή τα ιδανικά της τιμής, του καθήκοντος και της δύναμης, υποστηρίζουν το ίδιο οικονομικό μοντέλο (κορπορατισμός και ταξική συμφιλίωση, καπιταλισμός δηλαδή με παράλληλη τρομοκρατία προς την εργατική τάξη και παντελή φίμωσή της) και το ίδιο μοντέλο διακυβέρνησης (Φύρερ, Ντούτσε…) όμως ο ναζισμός προσθέτει τα στοιχεία της φυλετικής καθαρότητας και ανωτερότητας, του βιολογικού επομένως ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Ο επεκτατισμός του Τρίτου Ράιχ δεν υπαγορεύεται δηλαδή μόνο από την ανάγκη για Lebensraum (ζωτικό χώρο, όπως και ο ιταλικός φασισμός υποστήριζε προκειμένου να εποικιστούν οι περιοχές της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) αλλά από ένα αυτοτελές καθήκον επιβολής της Άριας Φυλής, της φυλής των τέλειων ανθρώπων, επί των υποδεέστερων άλλων φυλών. Η έξαρση του αντισημιτισμού από την άλλη μπορεί να δικαιολογηθεί αν συνδυάσει κανείς το στοιχείο του δήθεν αντικαπιταλιστικού λόγου απέναντι στον πλούτο των λίγων και τον εθνικιστικό/ ρατσιστικό λόγο από την άλλη, έτσι ώστε στο πρόσωπο των Εβραίων να συμπυκνώνεται μίσος και από τις δύο μπάντες δεδομένου ότι απαρτίζανε μεγάλο μέρος της οικονομικής ελίτ. Από την άλλη, απέναντι στο όραμα του Χίτλερ για μια παγκόσμια κυριαρχία της λευκής φυλής οι Εβραίοι ήταν οι μόνοι που πρότασσαν αντιπαραθετικά σχέδια στο βαθμό που η θρησκεία τους κήρυττε την ανωτερότητά τους ως εκλεκτών του Θεού και την παγκόσμια κυριαρχία τους. 
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί όσον αφορά την σαθρότητα του «αντικαπιταλιστικού» ναζιστικού λόγου, ότι πληθώρα ιστορικών πηγών επιβεβαιώνουν την χρηματοδότηση του ναζιστικού κόμματος από το μεγάλο κεφάλαιο ήδη από τα πρώτα χρόνια ύπαρξής του και ότι από αυτόν τον λαϊκίστικο λόγο «κατά των πλουσίων» δεν έμεινε τίποτα από το 1933 και μετά, από την στιγμή που ανέβηκε δηλαδή ο Χίτλερ στην εξουσία, προκειμένου φυσικά να εξασφαλιστεί η στήριξη των Γερμανών βιομηχάνων.

Αντιφασιστικό κίνημα
Η απάντηση των λαών της Ευρώπης στην άνοδο του φασισμού
Ιταλία: Η ιταλική σοσιαλδημοκρατία (PSI) αντιδρά αμυδρά στην άνοδο του Μουσολίνι προτείνοντας ένα φιλειρηνικό και προσηλωμένο στις νόμιμες λύσεις και διεξόδους μέτωπο σωματείων και οργανώσεων. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα (PCI) απέχει και συγκροτεί κάποιες στρατιωτικές ομάδες που τελικά κατέληξαν αναποτελεσματικές και φιλειρηνικές ενώ την πιο ισχυρή απάντηση δίνει η συγκρότηση και η λειτουργία των ενόπλων Λαϊκών Ταξιαρχιών ( Arditi del Popolo, έμβλημα η εικόνα πάνω) από τις οποίες απείχε και το PSI και το PCI ενώ κομμουνιστές όπως ο Λένιν και ο Αντόνιο Γκράμσι το υποστήριζαν ανοιχτά. Οι Arditi del Popolo αποτελούμενες από αναρχικούς, σοσιαλιστές και κομμουνιστές αποτέλεσαν ουσιαστικά τον μόνο οργανωμένο πόλο ένοπλου αντιφασισμού στην Ιταλία.
Γερμανία: Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό SPD μετά τα τραγικά λάθη του (που αναφέραμε πιο πάνω) οργανώνει μια ευρεία αντιφασιστική (αντιμοναρχική και αντικομμουνιστική επίσης) συμμαχία, το Σιδερένιο Μέτωπο (έμβλημα η εικόνα στα αριστερά) το οποίο αντιμετώπισε πολιτικά αλλά και στο δρόμο τους Ναζί προκειμένου όμως να στηρίξει τελικά τον φιλομοναρχικό υποψήφιο καγκελάριο στις εκλογές του Μαρτίου του 1932. Παράλληλα, το Rotfront (κόκκινο μέτωπο) το οποίο βρισκόταν αρκετά κοντά στο KPD αποτέλεσε ένα μέτωπο που συγκρούστηκε με πιο σκληρούς όρους με τις παραστρατιωτικές ομάδες των S.A. στις πόλεις.
Ισπανία: Το ισπανικό αντιφασιστικό κίνημα μορφοποιήθηκε και συγκροτήθηκε πλήρως μετά το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 17ης Ιουλίου 1936. Οι εθνικιστές, δηλαδή όσοι υποστήριξαν το πραξικόπημα αυτό, αποτελούνταν από διάφορες πολιτικές ομάδες οι οποίες δεν είχαν σαφείς φασιστικές επιδιώξεις, μόνο η Φάλαγγα (FET) ήταν φασιστική, μια πολύ μικρή οργάνωση, που αριθμούσε ελάχιστα μέλη. Στους εθνικιστές συγκαταλέγονταν οι μοναρχικοί (καρλιστές και αλφονικοί) και οι δεξιοί δημοκράτες, ενώ και οι δύο είχαν συσπειρωθεί γύρω από την CEDA. Όλοι οι παραπάνω είχαν ένα κοινό σκοπό. Την καταστροφή του ιδιαίτερα αναπτυγμένου εργατικού και αγροτικού κινήματος και την αναβίωση των παλιών μεγαλείων της Ισπανίας.
Με τα παραπάνω δεδομένα, γιατί μιλάμε για ισπανικό αντιφασιστικό κίνημα; Γιατί οι εθνικιστές από την πρώτη στιγμή έως την λήξη του ισπανικού εμφυλίου είχαν την τεράστια στήριξη σε κάθε επίπεδο του Χίτλερ και του Μουσολίνι έτσι ο εμφύλιος απέκτησε διεθνείς διαστάσεις και μάλιστα στην ειδική μορφή μιας ιδεολογικής σύγκρουσης: φασισμός, αστική δημοκρατία, σοσιαλιστική επανάσταση.
Παράλληλα, το Φεβρουάριο του 1936 είχε συγκροτηθεί κυβέρνηση λαϊκού μετώπου στην οποία συμμετείχαν μετριοπαθείς δημοκράτες, αριστεροί ριζοσπάστες, σοσιαλδημοκράτες, φιλοσοβιετικοί, τροτσκιστές, ενώ οι αναρχικοί (τεράστια δύναμη στην Ισπανία) την στήριξαν έμμεσα στις εκλογές του ίδιου έτους – αργότερα η στήριξη ήταν άμεση. Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα όλοι αυτοί συντάχθηκαν κατά τον εθνικιστών. Όμως οι ηγέτες των παραπάνω πολιτικών ομάδων (εκτός των αναρχικών) στην αρχή στάθηκαν αδρανείς. Τον αγώνα κατά του φασισμού ανέλαβαν οι κάτοικοι των πόλεων αυτόνομα – κυρίως η εργατική τάξη – και μόνο μετά από λίγες εβδομάδες οι πολιτικοί ιθύνοντες ανέλαβαν ενεργό δράση. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο ισπανικός αντιφασιστικός αγώνας αποτέλεσε μια ηρωική προσπάθεια του ισπανικού λαού με την συνδρομή εθελοντών από πολλές χώρες του κόσμου, με κατορθώματα, ήττες, παράτολμες επιχειρήσεις, αντιπερισπασμούς, αντεπιθέσεις κατά του εχθρού που επί της ουσίας ακολουθήθηκε από τους ηγέτες ακόμα και από την γραφειοκρατικοποιημένη πλέον ηγεσία της CNT, το αναρχικό συνδικάτο.
Χώρες υπό τον ζυγό του άξονα:
-          Σλοβενία: Η καταπίεση από την απαγόρευση κάθε στοιχείου της πολιτιστικής τους ταυτότητας, ακόμα και της ομιλίας των Σλοβενικών, οδήγησε τους υπό φασιστικό ζυγό Σλοβένους στην συγκρότηση μίας από τις πρώτες αντιφασιστικές οργανώσεις πανευρωπαϊκά, της TIGR το 1927. Η TIGR περιορίστηκε σε βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες στελεχών του ιταλικού φασιστικού κόμματος (ενώ ο μαζικός ξεσηκωμός που προσπαθούσε να οργανώσει δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ) και για αυτό από πολλούς εντάσσεται στις «τρομοκρατικές» οργανώσεις.

-          Γιουγκοσλαβία: Στην Γιουγκοσλαβία συγκροτήθηκαν οι Παρτιζάνοι με πρωτοβουλία του κομμουνιστικού κόμματος της Γιουγκοσλαβίας και αρχηγό τον Τίτο. Στόχος τους ήταν να μπορέσουν να ενώσουν τις διάφορες εθνότητες μέσα στην Γιουγκοσλαβία σε ένα αντιφασιστικό μέτωπο με προοπτική εργατικής εξουσίας. Αν κάτι κάνει ξεχωριστούς τους Παρτιζάνους είναι η απίστευτη μαζικότητά τους για τα δεδομένα του αντάρτικου καθώς και η επιλογή τους να δίνουν ανοιχτές μάχες σε συνθήκες συμβατικού πολέμου (είχαν και ναυτικό και αεροπορία) και όχι πολέμου φθοράς ή κλασικού αντάρτικου (ενέδρες, σαμποτάζ, hit and run). Περί τα 1943-44 αριθμούσαν κοντά στο 1.000.000 μαχητές.


-          Ελλάδα: η περίπτωση της Ελλάδας είναι όμοια με αυτή της Γιουγκοσλαβίας σε πολλά σημεία. Καταρχάς στην συγκρότηση του μετώπου απέναντι στον φασιστικό ζυγό, δηλαδή του Ε.Α.Μ. (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου) αλλά και του ενόπλου τμήματος, του Ε.Λ.Α.Σ. (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) πρωτοστάτησε το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα, το Κ.Κ.Ε., το οποίο ουσιαστικά έκανε ένα πλατύ άνοιγμα το οποίο έπιανε ακόμα και αστικοδημοκρατικές δυνάμεις προκειμένου να αντιταχθεί στον φασισμό μπολιάζοντάς το εξαρχής με την ιδέα της κοινωνικής χειραφέτησης και της λαοκρατίας και συνδυάζοντας ή καλύτερα μετατρέποντας τον εθνικοαπελευθερωτικό και αντιφασιστικό αγώνα σε αγώνα κοινωνικό και ταξικό. 
 
Συμπερασματικά όσον αφορά το αντιφασιστικό κίνημα την περίοδο εξάπλωσης του φασισμού/ ναζισμού, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι δύο φαίνεται να είναι τα στοιχεία που του εξασφάλισαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κάποια επιτυχία απέναντι στις φασιστικές δυνάμεις. Αφενός το πλατύ λαϊκό άνοιγμα σε ετερόκλητες κοινωνικά και πολιτικά δυνάμεις που όμως έχουν ως κοινή συνισταμένη την αντίθεση στον φασισμό και αφετέρου η υιοθέτηση της βίας ως πολιτικής πρακτικής που εναντιώνεται στον φασιστικό καταναγκασμό, ως πρακτική περιφρούρησης του εργατικού κινήματος και αντεπίθεσης για το τελικό τσάκισμα του φασισμού, βίας που μπορεί να παίρνει είτε την μορφή ανοιχτής σύρραξης, είτε αντάρτικου είτε συγκρούσεων εντός των αστικών κέντρων για την ανάκαμψη της φασιστικής λαίλαπας χωρίς φιλελεύθερες πλουραλιστικές αυταπάτες που η ιστορία έχει δείξει ότι μόνο χρόνο στους φασίστες για το τσάκισμα του εργατικού κινήματος δίνουν.
“πρέπει να συγκροτηθούν μάχιμες ταξιαρχίες… τίποτα δεν αυξάνει την θρασύτητα των φασιστών περισσότερο από τον μαλθακό ειρηνισμό από πλευράς των εργατικών οργανώσεων… είναι πολιτική δειλία να αρνείται κανείς το γεγονός ότι χωρίς οργανωμένες ομάδες μάχης οι πιο ηρωικές μάζες θα συνθλιβούν κομμάτι κομμάτι από τις φασιστικές συμμορίες”. (Λέων Τρότσκι)
Νεοναζιστικά Ρεύματα
Ο φάκελος “Χρυσή Αυγή” στην Ελλάδα:

Σε αντίθεση με τον γερμανικό ναζισμό ο οποίος πιάστηκε κυρίως από το θέμα της εθνικής ταπείνωσης της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο και της οικονομικής εξαθλίωσης των μεσαίων στρωμάτων λόγω της κρίσης, οι νεοναζιστικοί σχηματισμοί στην Ελλάδα ανήλθαν στην επιφάνεια, μαζικοποιήθηκαν και ενισχύθηκαν πατώντας κυρίαρχα στο θέμα του μεταναστευτικού, το οποίο εμφανίσθηκε με όρους στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης από την δεκαετία του '90 και μετά.
Συγκεκριμένα, η νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής που περιοριζόταν τα προηγούμενα χρόνια σε ένα περιθωριοποιημένο και γραφικό λόγο περί ανωτερότητας της λευκής φυλής χωρίς κάποια ιδιαίτερη απήχηση φαίνεται να εκκολαπτόταν σαν το αυγό του φιδιού με την βοήθεια του ρατσιστικού, εθνικιστικού πολιτικού λόγου όλων αυτών των χρόνων. Το ρεύμα της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα ενισχύθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου ως συνέπεια της βαθιάς πολιτικής κρίσης, της καλλιέργειας της αντίληψης της εθνικής προδοσίας και συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου οπότε και έτυχε να ανιχνευθεί το ζήτημα της “υγειονομικής βόμβας” των μεταναστών. Τα μέλη της Χρυσής Αυγής κατόρθωσαν να διεισδύσουν στις γκετοποιημένες γειτονιές των αστικών κέντρων και να οργώσουν την επαρχία αυτοπροβαλλόμενοι ως αντισυστημικοί και αντιμνημονιακοί. Ο δήθεν αντικαπιταλιστικός και αντισυστημικός λόγος τους αποδεικνύεται όμως σαθρός (όπως και του γερμανικού ναζισμού) με τρανταχτότερο παράδειγμα την στάση τους απέναντι στην απεργία της Χαλυβουργίας. Η Χρυσή Αυγή σε ανακοίνωσή της προέτρεπε τους εργάτες να εγκαταλείψουν την απεργία γιατί θέτουν σε κίνδυνο τις θέσεις τους και να γυρίσουν πίσω στην δουλειά τους γιατί ο εργοδότης τους δεν μπορεί να τους φερθεί καλύτερα από ότι τους φέρεται σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Έτσι και αλλιώς τα διαπιστευτήριά της για την έχθρα της απέναντι στο εργατικό και το νεολαιίστικο κίνημα τα έχει δώσει η Χρυσή Αυγή στελεχώνοντας τις δυνάμεις του παρακράτους απέναντι στους εργαζομένους και την νεολαία με ιδιαίτερη προτίμηση την φοιτητιώσα (βλ. μαχαίρωμα Κουσουρή, επίθεση σε εκλογικά περίπτερα της αριστεράς).
Απέκρυψαν όμως το ιδεολογικό περιεχόμενο της συμμορίας τους: πρόκειται για μία στυγνή ναζιστική συμμορία η οποία χωρίς να εμφανίζει την συνολική της πολιτική πρόταση έχει ως μόνο πρόταγμα το αίτημα απέλασης των μεταναστών και απόρριψης της διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ. Ενώ στις περισσότερες χώρες τα “εξτρεμιστικά κόμματα”  έδιναν τη θέση τους σε εθνικιστικά και λαϊκιστικά  στην Ελλάδα συνέβη μάλλον το αντίθετο: το ΛΑΟΣ μετά τη συμμετοχή του στην μνημονιακή κυβέρνηση έχασε το λαϊκό του έρεισμα και απεκδύθηκε του ρόλου του ως πατριωτική δεξιά.
Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί μια μετατόπιση της Χρυσής Αυγής, μια έκπτωση του πολιτικού της λόγου και μία αλλαγή στην πολιτική της πρακτική σε σχέση με παλιότερα. Από συμμορία που δρούσε χωρίς να δείχνει τα πρόσωπά της και υμνούσε ανοιχτά τον Χίτλερ έχει πάρει την μορφή νόμιμου κόμματος που επιδιώκει ευρεία λαϊκή απεύθυνση με προμετωπίδα το μεταναστευτικό χωρίς να λέει κουβέντα περί Άριας φυλής.
Τα ανεβασμένα ποσοστά της στις τελευταίες εκλογές (7% πανελλαδικά) είναι όντως μια πολύ  ανησυχητική εξέλιξη που μπορεί να αποτελέσει ισχυρό εμπόδιο στους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας στην Ελλάδα. Σημαντικό είναι για όλους μας αλλά πρωτίστως για την αριστερά να μπορέσει να ψηλαφίσει τα αίτια αυτής της ραγδαίας ανόδου κάνοντας παράλληλα μια αυτοκριτική για τα κενά που ενδεχομένως άφησε να καλύψει ο φασισμός (υποχώρηση αντισυστημικού λόγου και πρακτικών, ελλιπής ανάλυση και δράση για το μεταναστευτικό ζήτημα, έλλειψη σχέσεων πολιτικής εμπιστοσύνης με κομμάτια της νεολαίας εκτός ΑΕΙ, ΤΕΙ).

Το αντιφασιστικό μέτωπο του σήμερα και τα καθήκοντα της
αριστεράς


Έχοντας κάνει μια όσον το δυνατόν πιο περιεκτική αναδρομή στην εμφάνιση και την εξάπλωση του φασισμού και του ναζισμού καθώς και στην ιστορία του αντιφασιστικού κινήματος κυρίαρχα την περίοδο του Β' Παγκοσμίου όπου ο φασισμός εμφανίσθηκε με τους πιο μαζικούς όρους και αντίστοιχα και το αντιφασιστικό κίνημα αναπτύχθηκε με την πιο πλήρη μορφή του, οφείλουμε στην τωρινή συγκυρία, μια δυσμενή συγκυρία οικονομικής κρίσης, φτωχοποίησης πλατιών λαϊκών στρωμάτων, οξυμένου ρατσισμού που μεταφράζεται και σε άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς (και στην Ελλάδα στην πιο ακραία μορφή του νεοναζισμού) να ψηλαφίσουμε μια απάντηση απέναντι στα πρώτα δείγματα ενός ενδεχόμενα νέου φασιστικού κύματος. Και αυτό το βάρος πέφτει όπως δείχνει και η ιστορία πρώτα πρώτα στις πλάτες της αριστεράς και ειδικότερα εκείνης της αριστεράς που δεν έχει εγκαταλείψει τις θέσεις της για την πάλη των τάξεων και τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης (σε αντίθεση με την ρεφορμιστική, βλέπε SPD) ούτε πνίγεται στην γραφειοκρατία της και τυλίγεται στην κόκκινη κουβέρτα του σεχταρισμού (βλέπε PCI).
Το καθήκον της αριστεράς στο σήμερα που στην θέα του φασισμού, στην θέα της ραγδαίας ανόδου της Χρυσής Αυγής συνεχίζει να είναι επαναστατική και ριζοσπαστική είναι καταρχήν να μην φοβηθεί και να κοιτάξει στα μάτια έναν ιστορικό της εχθρό που στο παρελθόν έχει αποδείξει ότι μπορεί να κατατροπώσει. Απαραίτητο στοιχείο είναι το πλατύ λαϊκό αντιφασιστικό άνοιγμα, ένα κάλεσμα προς τους εργαζομένους, την νεολαία, όσα μεσαία στρώματα στρατεύονται με αυτούς και όσες πολιτικές δυνάμεις έχουν ένα στοιχειώδες δημοκρατικό πολιτικό λόγο ακόμα και τις αστικοδημοκρατικές. Δεύτερο στοιχείο, επίσης απαραίτητο, είναι το μπόλιασμα αυτού του μετώπου με έναν αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό λόγο που να αναδεικνύει ότι οι φασίστες δεν είναι παρά το πιο σκληρό πρόσωπο του κεφαλαίου, δεν είναι παρά θανάσιμοι εχθροί των εργαζομένων. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα αυτό πρέπει να οξυνθεί, όπως πρέπει να γίνει γνωστή η ναζιστική δράση της Χρυσής Αυγής καθώς και να οξυνθεί η αντίφαση ανάμεσα στον εθνικιστικό πατριωτικό της λόγο και τα ναζιστικά της πιστεύω για την λευκή φυλή σύμφωνα με τα οποία οι ιμπεριαλιστικές πιέσεις που δέχεται η Ελλάδα από τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά είναι κάτι παραπάνω από επιθυμητές.
[Χαρακτηριστικό των αντιφάσεων της Χ.Α. είναι ότι πριν το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία στις αρχές του ’90 μιλούσε για αδερφό λαό στην βάση της κοινής καταγωγής και της Άριας Φυλής ενώ αργότερα, όταν οι Αλβανοί έγιναν μέρος της εγχώριας εργατικής τάξης άλλαξε στάση υιοθετώντας έναν «αντιαλβανικό» λόγο, δείγμα των αντιφάσεων και του λαϊκισμού της. Για την αριστερά φυσικά αδερφοί λαοί είναι όλοι οι καταπιεσμένοι του κόσμου, είτε είναι από την Αλβανία είτε από οποιαδήποτε άλλη χώρα, είτε είναι λευκοί είτε μελαμψοί] 

Τελευταίο στοιχείο, όπως επισημάνθηκε και πριν, είναι η απεμπλοκή από το φιλελεύθερο, πλουραλιστικό δόγμα και από λεγκαλίστικες στάσεις στην αντιμετώπιση του φασισμού, οι οποίες αφήνουν το φασισμό να αλωνίζει εγκλωβισμένες μέσα στα αστικοδημοκρατικά πλαίσια που έχουν ενσωματώσει. Το αντιφασιστικό μέτωπο δεν μπορεί να αδρανεί θεωρώντας το φασισμό άλλον έναν πολιτικό αντίπαλο στο πλουραλιστικό πολιτικό σκηνικό της ελευθερίας της γνώμης και της πολιτικής δράσης. Πόσο μάλλον όταν δέχεται βίαια χτυπήματα ή όταν βλέπει τον εχθρό να ετοιμάζεται να του τα καταφέρει.
Η αστικοδημοκρατικού τύπου αντιμετώπιση των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη μέσα από τον κοινοβουλευτικό, τον νομικό και τον εκλογικό αγώνα, αγαπημένη ως επί το πλείστον στάση της σοσιαλδημοκρατίας και του αριστερού ρεφορμισμού όχι μόνο δεν κατάφερε να ανακόψει αλλά έθεσε φραγμούς και στον ίδιο τον αντιφασιστικό αγώνα του εργατικού κινήματος.
Ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο θα εκμεταλλεύεται βέβαια όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να διατεθούν, πρέπει όμως παράλληλα να σημάνει συναγερμό κυρίαρχα στις τάξεις των εργαζομένων βάζοντας τους ίδιους μπροστά και δίνοντας την απάντηση πρώτα και κύρια στους χώρους δουλειάς, στα σωματεία, στις γειτονιές και στους δρόμους, στα πογκρόμ και στις πολιτικές δράσεις των φασιστών με πολιτικούς και φυσικούς όρους.
Εξάλλου, ο πρωτεύων ρόλος της εργατικής τάξης στον αντιφασιστικό αγώνα είναι τελικά η προϋπόθεση για λάβει το αντιφασιστικό μέτωπο χαρακτήρα ρήξης όχι μόνο με το αυγό του φιδιού-τον φασισμό, αλλά με το ίδιο το φίδι, το σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.