Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Κείμενο συμβολής της ΡΑΠαΝ – ΣΑΦΝ [εαακ] για την αποτίμηση της ενωτικής πορείας με την αντινομία εαακ και για μια κατεύθυνση υπέρβασης της κρισιακής κατάστασης των διασπασμένων σχημάτων στη νομική


Α. Για τη συγκυρία και τις κινήσεις του κράτους στο χώρο της εκπαίδευσης

Α1. Η κοινωνική και πολιτική συγκυρία συμπυκνώνει χαρακτηριστικά που αφενός μαρτυρούν την αντιφατικότητα του σχεδιασμού του αστικού συνασπισμού εξουσίας για την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό καθώς και ένα παρατεταμένο κλίμα σχετικής πολιτικής αποσταθεροποίησης και κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων (μικροαστικών και εργατικών) από τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους του ελληνικού αστισμού. Αφετέρου, όμως, είναι σαφής η αδυναμία του λαϊκού παράγοντα να εισέλθει με ένα μαχητικό τρόπο στο προσκήνιο προκαλώντας βαθύτερους τριγμούς στα ρήγματα της αστικής στρατηγικής, με τους αγώνες να εμφανίζονται ως επί το πλείστον ασθμαίνοντες και αποσπασματικοί. Οι ευθύνες για αυτό πέφτουν προφανώς στις πλάτες της Αριστεράς ως εκείνου του ελλείποντος οργανωτή της λαϊκής δυσαρέσκειας και οργής, του αναγκαίου πολιτικού «ηγέτη» των δυνάμεων της εργασίας απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η ολιγωρία ως προς τη διαμόρφωση εκείνου του αριστερού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου το οποίο θα συγκροτεί μια εναλλακτική αφήγηση εξόδου από την κρίση προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της νεολαίας και που θα έρχεται σε σύγκρουση με τους βασικούς πυλώνες της αστικής στρατηγικής [το ευρώ ,την ΕΕ και το χρέος] είναι η κύρια αιτία στην οποία πρέπει να αποδοθεί η αδυναμία πρόκλησης ευρύτερων τριγμών στα αστικά κέντρα, ενεργοποίησης μιας κρίσης της αστικής ηγεμονίας και όξυνσης της ταξικής αντιπαράθεσης  από πλευράς λαϊκού κινήματος.    

Α2. Βασικό κομμάτι στη συνάρθρωση της αστικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης αποτελεί η αναδιάρθρωση στο χώρο της εκπαίδευσης, πράγμα που πηγάζει από την προφανή αναντιστοιχία του υπάρχοντος εκπαιδευτικού μηχανισμού με το νέο, υπό διαμόρφωση παραγωγικό μοντέλο και μεταφράζεται σε κατανεμητική αστάθεια του εκπαιδευτικού μηχανισμού αλλά και μια «ανεπάρκεια» ως προς τον ιδεολογικό του ρόλο. Βασικοί στόχοι στην κατεύθυνση αναπαραγωγής αποφοίτων με τεχνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά ευέλικτου, πειθήνιου και φθηνού εργαζόμενου είναι αφενός ο μετασχηματισμός της προσδοκίας σε αντιστοιχία με τη συνθήκη της φτώχειας, της λιτότητας και της ανεργίας, πράγμα που περνά από τη διάσπαση των πτυχίων και τη ρευστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων και αφετέρου η πλήρης αποστείρωση και αποπολιτικοποίηση των από δω και πέρα γενιών εντός του πανεπιστήμιου, μέσω της κολλεγιοποίησης του πανεπιστημίου, της εντατικοποίησης, της πειθάρχησης και της ευθείας επίθεσης στην συνδικαλιστική συγκρότηση και εμφάνιση του φοιτητικού σώματος. Μοχλός εμπέδωσης όλων αυτών αποτελεί η διαδικασία της αξιολόγησης, ως εποπτικός μηχανισμός εφαρμογής της αναδιάρθρωσης με τη συμμετοχή της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας (εσωτερική αξιολόγηση).

Α3. Το κομμάτι της αναβαθμισμένης εισόδου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην κάλυψη βασικών λειτουργιών των ιδρυμάτων δεν (πρέπει να) μένει έξω από μια ανάλυση γύρω από την κίνηση του κράτους στο χώρο της εκπαίδευσης. Στην γενικότερη (τυφλή) τάση του αστισμού για απόσυρση του κράτους από βασικούς τομείς της κοινωνικής αναπαραγωγής (πχ υγεία, πρόνοια και εκπαίδευση) εντάσσονται και τα πανεπιστήμια, με τη μορφή της εισόδου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της μετακύλισης του κόστους σπουδών από το κράτος στις πλάτες των φοιτητών. Η γενικότερη αυτή κατεύθυνση σχετίζεται άμεσα με την μια κατεύθυνση μείωσης του κοινωνικού μισθού (εφόσον η εργατική δύναμη αναπαράγεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό «αυτοδύναμα» όσον αφορά στην κατάρτιση και τη συντήρησή της) η οποία σφραγίζει μια αποφασιστικότερη επιβολή των δυνάμεων του κεφαλαίου πάνω σε αυτές της εργασίας. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνουν σημαντικές οριοθετήσεις: η αναζήτηση του «καπιταλιστικού στοιχείου» στην είσοδο ατομικών κεφαλαιοκρατών στην εκπαίδευση παραγνωρίζει την ύπαρξη του πανεπιστημίου ως ενός κρατικού μηχανισμού στην συνολικότερη υπηρεσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπό την έννοια της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ουδετεροποιεί άρα το πανεπιστήμιο ως τέτοιο καταλήγοντας σε ένα αίτημα «εξώθησης του καπιταλιστικού στοιχείου» με τη μορφή του «έξω οι επιχειρήσεις».

Α4. Η μάχη αυτή τη στιγμή στο χώρο της εκπαίδευσης αξονίζεται εκ των πραγμάτων γύρω από την αντιπαράθεση με την επικείμενη ψήφιση των Πρότυπων Εσωτερικών Κανονισμών για τα ιδρύματα, οι οποίοι εισάγουν με απτούς όρους το σύνολο της επιχειρούμενης τα τελευταία χρόνια εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης μέσα στις σχολές, και σε επικείμενη εφαρμογή τους θα μεταλλάξουν το πανεπιστήμιο και τα χαρακτηριστικά του φοιτητικού σώματος  σε εντελώς αντιδραστική κατεύθυνση, δυσχεραίνοντας την δυνατότητα των εαακ να παρεμβαίνουν σε αυτό με όρους καταγραφής έστω και μερικών πολιτικών αποτελεσμάτων. Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει «όλα τα σφυριά των ΕΑΑΚ» να χτυπήσουν πάνω σε αυτούς τους πολιτικούς στόχους το επόμενο διάστημα, με σχέδιο και στοχοθεσία για το φοιτητικό κίνημα, πολιτικό νεύρο, δυναμισμό και εξωστρέφεια στις επιμέρους δράσεις.

Β. Για τα ΕΑΑΚ και τη φυσιογνωμία τους

Β1. Τα σχήματα των ΕΑΑΚ αποτελούν ένα από τα πιο επιτυχημένα εγχειρήματα της ριζοσπαστικής, επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα και όχι τυχαία. Μια σειρά φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του μορφώματος των ΕΑΑΚ ήταν και είναι αυτά που του προσδίδουν ακόμα και σήμερα την πεμπτουσία που το καθιστά εν τέλει την πολιτική πρωτοπορία εντός του φοιτητικού κινήματος. Το ότι δηλαδή τα ΕΑΑΚ δεν αποτέλεσαν ποτέ απλά ένα μέτωπο οργανωμένων αντιλήψεων και τάσεων, μια παράταξη ή κομματική νεολαία έστω της πιο μαχόμενης και ριζοσπαστικής αριστεράς. Αντίθετα, κόντρα στις παραδοσιακές μορφές άσκησης πολιτικής, επέλεξαν, στις αρχές του ’90, να υιοθετήσουν το μοντέλο παρέμβασης μέσω ενός δικτύου σχημάτων, δηλαδή πολιτικών και συνδικαλιστικών μορφωμάτων που αποτελούν ανεξάρτητες, αριστερές αντικαπιταλιστικές ενότητες εντός των κοινωνικών τους χώρων, οι οποίες  αφουγκράζονται και ψηλαφούν το εκάστοτε σημείο πύκνωσης της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας μέσα σε αυτούς, βρίσκουν τα ρήγματά της αστικής στρατηγικής και εν τέλει στρατεύουν τις μάζες των φοιτητών σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση παράγοντας πολιτική με αυτοτέλεια, μέσα και σε απόλυτη αλληλεπίδραση με τις μάζες, καθιστώντας τη πολιτική όπλο στα χέρια των μαζών. Η έμφαση στην οργανωτική και πολιτική αυτοτέλεια, στο πάντρεμα της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης με τη μαζική απεύθυνση, στην ανάδραση με το ανεξάρτητο δυναμικό των σχολών και στην επίλυση των «ανεπίλυτων» διαφωνιών εντός της αριστεράς μέσα από τη δοκιμή τους στο ίδιο το πρωτογενές πεδίο – τους συλλόγους, ήταν και είναι τα φυσιογνωμικά στοιχεία που οδήγησαν τα ΕΑΑΚ στο να γράψουν χρυσές σελίδες και να αποτελούν αυτή τη στιγμή αναμφισβήτητα ό,τι πιο μάχιμο εντός της φοιτητιώσας νεολαίας.

Β2. Στα πλαίσια ενός de facto συσπειρωσιακού μοντέλου λειτουργίας είναι προφανές ότι η συνύπαρξη διακριτών αντιλήψεων και πολιτικών σχεδίων μέσα σε ένα ενιαίο δίκτυο ήταν κάτι παραπάνω από ανεκτή. Ήταν εγγεγραμμένη στο πολιτικό dna των ΕΑΑΚ όταν αυτά συγκροτήθηκαν με χαώδεις διαφωνίες ανάμεσα στις επιμέρους τάσεις στις αρχές του ’90 συμφωνώντας να αποτελέσουν ένα εγχείρημα που θα ταράξει τα νερά στους φοιτητικούς συλλόγους και την ίδια την αριστερά. Οι πολιτικές διαφωνίες ποτέ δεν αποτελούσαν έτσι εμπόδιο και η πολιτική συμφωνία ποτέ δεν θεωρούνταν προαπαιτούμενο για την συνύπαρξη των ΕΑΑΚιτών μέσα στο ίδιο και το αυτό σχήμα αλλά στο σκεπτικό «θέση-αντίθεση-σύνθεση» επιχειρούταν η σύνθεση του συνόλου των διακριτών πολιτικών αντιλήψεων και απόψεων.

Β3. Ωστόσο, είναι γνωστή μια συγκεκριμένη εκφραζόμενη τάση για την πτερυγοποίηση του μορφώματος. Μια τέτοια διαδικασία περιγράφει ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο παρέμβασης για τα ΕΑΑΚ αναιρώντας ένα προς ένα τα παραπάνω αναφερθέντα χαρακτηριστικά που τα διαφοροποιούσαν και τα καθιστούσαν πρωτοπόρα. Η σύγχυση πολιτικής και οργανωτικής ενοποίησης των ΕΑΑΚ με όρους ιδρυτικής διακήρυξης, η επιδίωξη απόκτησης συγκεκριμένου κάθετου οργανωτικού ιστού, η προσπάθεια μεταβολής των οργάνων οριζόντιου συντονισμού (συντονιστικά πόλης, διήμερο) σε δευτεροβάθμια όργανα εκπόνησης πολιτικής γραμμής και η συστηματική παραβίαση της πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας των σχημάτων αποτελούν μια σειρά από κατευθύνσεις που περιγράφουν ουσιαστικά την παραταξιοποίηση του μορφώματος. Την εμφάνιση του δηλαδή ως την αντικαπιταλιστική πτέρυγα/παράταξη εντός των σχολών με ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα το οποίο θα «χτυπάει από τα αριστερά» τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις. Ωστόσο, εμείς θεωρούμε ότι έτσι τα ΕΑΑΚ χάνουν όλα εκείνα τα ειδοποιά στοιχεία που τα έβγαζαν μπροστά σε όλες τις μάχες, κάνοντας εν τέλει στροφή προς την «πολιτική γραφείου» και πραγματοποιώντας πισωγυρίσματα σε συνδικαλιστικές μορφές που έχουν σταματήσει από καιρό να εμπνέουν το φοιτητικό σώμα.

Γ. Συγκεκριμένα για τα δύο σχήματα,

τις ενωτικές πρωτοβουλίες και την αποτίμηση της μέχρι τώρα ενωτικής πορείας

Γ1. Οι ενωτικές πρωτοβουλίες και το πώς τις βλέπουμε: παρατηρούμε ότι υπάρχει μια διάσταση στον τρόπο με τον οποίο κατά καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί το μεθοδολογικό εργαλείο των ενωτικών πρωτοβουλιών από τα σχήματα των ΕΑΑΚ και άρα μια αναγκαιότητα προσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο τις βλέπουμε και τις χρησιμοποιούμε. Για εμάς οι πραγματικές ενωτικές πρωτοβουλίες ξεφεύγουν από μια διαδικασία απλού συντονισμού των διασπασμένων σχημάτων γύρω από κάποιες δράσεις, πρωτοβουλίες και κινηματικά επίδικα εντός των σχολών (ο οποίος βέβαια είναι παράλληλα απαραίτητος στο μεσοδιάστημα και μέχρι την ένωσή τους), πόσο μάλλον όταν τείνουν να παγιώνονται ως τέτοιες, ως ένας δηλαδή εναλλακτικός τρόπος εμφάνισης των ΕΑΑΚ σε μια σειρά συλλόγων (βλ. ΣΑΦ-ΚΑΡΦΙ, ΑΡΙΣ-ΠΑΦ). Η ανάστροφη πλευρά του ίδιου νομίσματος είναι η εκτροπή τους σε φιλοσοφικούς ομίλους, ή «προσυνεδριακούς διαλόγους» στους οποίους ανοίγει μια βεντάλια ευρύτερων θεωρητικών/πολιτικών ζητημάτων που αποτελούν γνωστές, παγιωμένες διαφωνίες ανώτερου θεωρητικού επιπέδου στο εσωτερικό του μορφώματος. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι οι ενωτικές πρωτοβουλίες πρέπει να βάζουν στο επίκεντρο την ανάκτηση συντροφικών σχέσεων μεταξύ όλων των συντρόφων και την ψηλάφηση εκείνης της κοινής κουλτούρας και φυσιογνωμίας παρέμβασης και πολιτικής λειτουργίας ενός σχήματος ΕΑΑΚ που εν τέλει θα αποτελεί το κοινό όχημα παρέμβασης του δυναμικού των διασπασμένων σχημάτων.

Γ2. Οι αναγκαίοι και επαρκείς άξονες σύγκλισης – τα ίδια τα κεκτημένα των ΕΑΑΚ: για να είμαστε σαφείς, δεν παραθέτουμε την κουβέντα σε μια αόριστη επίκληση συντροφικής ενότητας. Ακόμη, δε αντιλαμβανόμαστε τα «κεκτημένα» των εαακ όπως αυτά παρατέθηκαν από τους συντρόφους της αντινομίας στο κείμενο που μας κατέθεσαν.  Αν και θεωρούμε προβληματικό το γεγονός ότι πρέπει να εξηγήσουμε αναλυτικά πάνω σε ποια βάση πρέπει να παρεμβαίνουν όλοι οι ΕΑΑκίτες σε κοινά, ενιαία σχήματα, αυτή η βάση δεν μπορεί παρά να είναι τα ίδια τα κεκτημένα του μορφώματος δηλαδή αυτά που συγκροτούν τη φυσιογνωμία και την πολιτική ταυτότητά του. Έτσι, για εμάς οι άξονες σύγκλισης είναι οι εξής:

-          Ως προς τη φυσιογνωμία και τον τρόπο παρέμβασης:

1)      Σχήματα κύτταρο παραγωγής πολιτικής γραμμής μέσα από ανοιχτές, αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και σε οριζόντιο συντονισμό με τα υπόλοιπα σχήματα ΕΑΑΚ

2)      Σχήματα που λειτουργούν επιχειρώντας την σύνθεση του συνόλου των πολιτικών αντιλήψεων, αποκλείοντας λογικές «βέτο» και προωθώντας το άνοιγμα των διακριτών αντιλήψεων στο πρωτογενές πεδίο, το φοιτητικό σύλλογο

-          Ως προς την πολιτική κατεύθυνση:

1)      Ανυποχώρητος αγώνας, παραγωγή πολιτικής με άξονα το φοιτητικό κίνημα και τη νικηφόρα προοπτική του ως ραχοκοκαλιά του νεολαιίστικου κινήματος, συμπόρευση του με το εργατικό και ευρύτερο λαϊκό κίνημα.

2)      Αντιαναδιαρθρωτικός λόγος: πάλη ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, υπεράσπιση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης, όξυνση της αναντιστοιχίας του εκπαιδευτικού μηχανισμού με τις ανάγκες του εκάστοτε παραγωγικού μοντέλου, διασφάλιση των φοιτητικών συμφερόντων, πόλωση του φοιτητικού σώματος σε αντιαναδιαρθρωτική κατεύθυνση

3)      Αντικυβερνητικός λόγος: στοχοποίηση των εκάστοτε κυβερνητικών επιτελείων, εναντίωση στις κυβερνητικές πολιτικές, αναβάθμιση του αντι-ΕΕ στοιχείου όχι όμως ως προαπαιτούμενου στη σύναψη πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών

4)      Αντισυνδιαχειριστικός λόγος: ενάντια σε λογικές συμβιβαστικών λύσεων, σύμπραξης με τους κρατικούς μηχανισμούς, διαχείρισης του κινήματος, ενσωμάτωσης και εκτόνωσης. Μάχιμος, αντιτεχνοκρατικός, ριζοσπαστικός, συγκρουσιακός πολιτικός λόγος και πρακτική

5)      Αντιαυταρχικός λόγος: ενάντια στην καταστολή, την κρατική τρομοκρατία, την πειθάρχηση της νεολαίας, την καθηγητική αυθαιρεσία τη περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Γ3. Ως προς την επιλεκτική και αντιφατική υλοποίηση μιας κατεύθυνσης θεωρητικοπολιτικών συγκλίσεων: Είναι εξαιρετικά προβληματικό το γεγονός ότι μια πολιτική λογική που υποστηρίζει την αδυναμία συνύπαρξης με μια διακριτή αντίληψη εντός ενός ενιαίου σχήματος, χωρίς να έχει προηγηθεί μια διαδικασία θεωρητικής και πολιτικής σύγκλισης σε κάποια σημεία, πέφτει σε μια σειρά αντιφάσεων τόσο ως προς την κατάσταση στο ίδιο το σχήμα από όπου εκπορεύεται αυτή η λογική όσο και ως προς την κατάσταση ευρύτερα στο μόρφωμα των ΕΑΑΚ. Ως προς το πρώτο, πώς γίνεται να διατυπώνεται αυτό το επιχείρημα όταν μέσα στην ίδια την αντινομία εαακ ενυπάρχουν μια σειρά από θεωρητικές και πολιτικές διαφωνίες; Πώς εξασφαλίζεται άραγε εκεί η κοινή παρέμβαση και η συνύπαρξη των συντρόφων και πως σφυρηλατείται η πολιτική γραμμή του σχήματος; Ως προς το δεύτερο,  όταν μπαίνει μια πολιτική λογική αδυναμίας συνύπαρξης χωρίς να έχουν προηγηθεί θεωρητικοπολιτικές συγκλίσεις με συντρόφους του έτερου σχήματος, τότε η ίδια λογική άμα είναι συνεπής θα έπρεπε να μπαίνει στο σύνολο του μορφώματος των ΕΑΑΚ με όρους διαλυτοποίησης του μορφώματος  καθώς στο σύνολό του αυτό διέπεται από διαφορετικές τάσεις και αντιλήψεις. Αυτό δεν περνάει μόνο μέσα από το απλό ερώτημα «γιατί δεν σπάει το σχήμα (πχ) των ΑΝΑΦΗ;», αλλά και από το εξ ίσου απλό ερώτημα «γιατί δεν σπάνε τα ίδια τα ΕΑΑΚ;» στο βαθμό που διέπονται όντως από θεωρητικές και πολιτικές διαφωνίες. Όχι μόνο αντιφατικά αλλά και επιλεκτικά, λοιπόν, υιοθετείται το κατά τα άλλα ορθό σχήμα  της «ενότητας μέσα από τη ρήξη» (το οποίο όμως σε αυτή την περίπτωση οριακά αξιοποιείται εργαλειακά για να βαφτίσει την πολιτική επιλογή της αυτοτελούς έκφρασης μιας πολιτικής γραμμής).

Γ4. Για την αποτίμηση της διάσπασης των σχημάτων και της μέχρι τώρα ενωτικής πορείας: στη βάση των παραπάνω εκτιμούμε ότι η διάσπαση των σχημάτων σε μια σειρά σχολών όπως και στη νομική δεν ήταν ένα αποτέλεσμα πολιτικών/θεωρητικών διαφωνιών αλλά αποτέλεσμα της ίδιας της κρίσης στρατηγικής εντός των ΕΑΑΚ η οποία σοβούσε από το κλείσιμο του κινήματος του ’06-’07 και αποκρυσταλλώθηκε σε λογικές εσωτερικού εχθρού και σε μια στρεβλή λογική αυτοτελούς, «χωρίς προσμίξεις» έκφρασης των διακριτών πολιτικών σχεδίων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η διάσπαση των σχημάτων και στη νομική. Ωστόσο, η μέχρι τώρα ενωτική πορεία των δύο σχημάτων στη νομική μάλλον έχει εγκλωβιστεί στις πιο πάνω στρεβλώσεις αξονιζόμενη από το έτερο σχήμα γύρω από μια λογική θεωρητικοπολιτικής σύγκλισης και συμφωνίας γύρω από κάποια ζητήματα που είναι παραδοσιακά «ανεπίλυτα» στο χώρο των ΕΑΑΚ, ιδρυτικής διακήρυξης του νέου σχήματος όπου θα αποτυπώνεται αυτή η συμφωνία και θεματικών κύκλων θεωρητικής κουβέντας. Αυτοκριτικά, αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι δεν έχουμε πυκνώσει σε επαρκή βαθμό από πλευράς μας τις ενωτικές διαδικασίες.

Γ5. Αναλυτικότερα η κριτική μας στην λογική της αντινομίας εαακ, όπως αποτυπώνεται και στο κείμενο που κατέθεσε σε προηγούμενη ενωτική διαδικασία:

1)      «Ιδρυτική διακήρυξη του νέου σχήματος και στρατηγική σύγκλιση σε ένα πολιτικό περιεχόμενο, σύμφωνο προς τα κεκτημένα των ΕΑΑΚ πανελλαδικά, όπως καταγράφονται στα κείμενα και τις αποφάσεις της ΕΑΑΚ»: αναφέραμε πιο πάνω ότι και για εμάς άξονες σύγκλισης είναι τα κεκτημένα των εαακ και μάλιστα τα αναφέραμε συγκεκριμένα. Παρόλα αυτά είναι εκτός της φυσιογνωμίας των εαακ και απηχεί ένα πολιτικό σχέδιο «αντικαπιταλιστικής πτέρυγας» το οποίο δεν έχει ευοδωθεί, το να θέτουμε ζήτημα «ιδρυτικής διακήρυξης», σαν να αποτελούμε μια «παράταξη» ή «κομματική νεολαία» με καταστατικά κείμενα. Πολλώ δε μάλλον όταν στην ιδρυτική αυτή διακήρυξη επιχειρείται η αποτύπωση μιας στρατηγικής σύγκλισης σε μια σειρά από κομβικά ζητήματα [φύση εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, μεθοδολογία συγκρότησης του φ.κ.] για τα οποία τα εαακ στην πολυετή πορεία τους ποτέ δεν κατάφεραν να αποκτήσουν μια ομοιογενή πολιτική ανάλυση ακριβώς επειδή εγκόλπωναν και εγκολπώνουν ρεύματα και τάσεις  στο εσωτερικό τους με χαοτικές διαφορές τις  οποίες δεν επέλυαν ανατρέχοντας στα τετρασέλιδα αλλά παρεμβαίνοντας ενιαία στους συλλόγους τους και δοκιμάζοντας τις διακριτές πολιτικές γραμμές και σχέδια στο πραγματικό πεδίο σύνθεσης τους, επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας τους, στο πεδίο των μαζών και του μαζικού κινήματος.

2)       «Πολιτική συμφωνία του νέου σχήματος, που θα κατοχυρώνεται στην ιδρυτική διακήρυξη, πάνω σε βασικά σημεία της πολιτικής τακτικής στο φοιτητικό σύλλογο, όσον αφορά την ανασυγκρότηση των συλλογικών του διαδικασιών και οργάνων απόφασης»: δεν μπορεί ζητήματα που αφορούν την χάραξη γραμμής για το φοιτητικό σύλλογο νομικής είτε ως προς το μπλοκάρισμα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είτε ως προς τον τρόπο οργάνωσης της εσωτερικής πολιτικής ζωής του συλλόγου να αποτελούν προαπαιτούμενα της ένωσης των σχημάτων, αλλά αποτελούν και πρέπει να αποτελούν κομμάτι της εσωτερικής κουβέντας και αντιπαράθεσης που διεξάγεται μέσα σε ένα ενιαίο σχήμα. Εξ άλλου, ολόκληρη η διημεριακή διαδικασία των ΕΑΑΚ δεν κατόρθωσε να καταλήξει σε κάτι συνεκτικό σε σχέση με την ανασυγκρότηση των συλλογικών διαδικασιών. Είναι τορπιλιστικό, λοιπόν, να μπαίνει αυτό το ζήτημα με όρους πολιτικής συμφωνίας που θα αποτυπώνεται και με όρους δέσμευσης σε μια ιδρυτική διακήρυξη, ιδίως όσον αφορά στα ζητήματα τακτικής που είναι κατεξοχήν δυναμικά και όχι στατικά.

Δ. Η από δω και πέρα ενωτική πορεία – οριοθέτηση της συζήτησης:

Δ1. Για εμάς η από δω και πέρα ενωτική πορεία των σχημάτων περνάει μέσα από την υπέρβαση των παραπάνω προβληματικών. Πρέπει οι ενωτικές πρωτοβουλίες να επανακτήσουν με στιβαρούς όρους το στοιχείο της άμεσης επανένωσης των δύο σχημάτων και να απεμπλακεί η κουβέντα από μια αναζήτηση θεωρητικών και πολιτικών συγκλίσεων που καταλήγει στην αντιμετώπιση του έτερου σχήματος ως διακριτού πολιτικού χώρου. Για εμάς μόνο με αυτούς τους όρους έχει νόημα να συνεχίσει αυτή η διεργασία, διαφορετικά αναλωνόμαστε σε αδιέξοδες διαδικασίες, εντελώς εσωστρεφείς ως προς το φοιτητικό σώμα, οι οποίες περισσότερο προσιδιάζουν σε διάλογο διακριτών πολιτικών χώρων της αριστεράς γύρω από τις δυνατότητες μετωπικής τους συμπόρευσης παρά στο διάλογο συντρόφων που συμμετέχουν από κοινού στο πολιτικό και συνδικαλιστικό δίκτυο των σχημάτων ΕΑΑΚ.

Δ2. Σε αυτή τη βάση καλέσαμε αυτήν την διαδικασία ενωτικής πρωτοβουλίας, οριοθετώντας την κουβέντα. Καλούμε την αντινομία εαακ να τοποθετηθεί γύρω από το αν τα σημεία που αναφέρθηκαν ως άξονες σύγκλισης (Γ2) μεταξύ των δύο σχημάτων (αλλά και των ΕΑΑΚ συνολικότερα) αποτελούν για αυτήν τον αναγκαίο και επαρκή όρο επανένωσης, όπως αποτελούν για εμάς. Για εμάς οι ενωτικές πρωτοβουλίες έχουν ως ξεκάθαρο ρόλο την επανένωση των σχημάτων και μέχρι την επίτευξη αυτού του στόχου τη κοινή παρέμβαση των σχημάτων στο σύλλογο και στα κινηματικά επίδικα που ανοίγουν, όπως είναι στη Νομική το ζήτημα του εξαμήνου και οι πρότυποι εσωτερικοί κανονισμοί, μέσα από πυκνές κοινές πολιτικές  διαδικασίες που δεν εκφυλίζουν όμως τις ενωτικές σε μια απλή διαδικασία συντονισμού των δύο σχημάτων μεταθέτοντας την ένωση τους στις καλένδες.

Αν η κατά τα άλλα απαραίτητη και δημιουργική κουβέντα γύρω από τις θεωρητικές και πολιτικές διαφωνίες και τη χάραξη γραμμής γύρω από τα κινηματικά επίδικα της συγκυρίας μετατρέπεται από συντροφική, διαρκή και ειλικρινή συζήτηση στο πεδίο ενός ενιαίου σχήματος, σε προγραμματικό προαπαιτούμενο μιας ενωτικής διεργασίας, τότε μια τέτοια λογική, στην πλήρη έκτασή της όχι απλά θα συνεπαγόταν εκτεταμένες νέες διασπάσεις σχημάτων και διαγραφές συντρόφων με διαφορετική αντίληψη από σχήματα, αλλά εν τέλει την ίδια τη διάλυση των ΕΑΑΚ ως μορφώματος στο οποίο ενυπάρχουν διακριτές και συχνά αντικρουόμενες πολιτικές αντιλήψεις, αντικαθιστώντας την πολυφωνία και το άνοιγμα των αντιθέσεων στο πεδίο των μαζών με την οργανωτική κατίσχυση στον πολιτικό διάλογο. Συνοπτικά, το ζήτημα δεν είναι [και δεν έμπαινε ποτέ στα εαακ ως τέτοιο] αν δεν συμφωνήσουμε στο maximum να συμφωνήσουμε έστω σε μια minimum προγραμματική βάση και αυτό να αποτελεί κριτήριο ενιαίας λειτουργίας. Ζήτημα είναι να αντιληφθούμε την ιστορική αναγκαιότητα για τα εαακ να άρουν μια παθογένεια που έχει εμφιλοχωρήσει στο εσωτερικό τους, καθώς και ότι τα εαακ δεν ενοποιήθηκαν ποτέ πάνω σε προγραμματικές συμφωνίες πολύ περισσότερο πάνω σε ένα συμπαγές οργανωτικό μοντέλο λειτουργίας αλλά ενοποιούνταν, με πυρηνικό στοιχείο τη φυσιογνωμία τους, πολιτικά πάνω στο κίνημα. Και αυτό μαζί με την ενιαία παρέμβαση των διαφορετικών τάσεων στα σχήματα αποτελεί τη μεγαλύτερη συμφωνία των εαακ από την ίδρυση τους ως τώρα.
Αν κάτι εν τέλει αποτελεί το μεγαλύτερο κεκτημένο των ΕΑΑΚ είναι η ίδια τους η συγκρότηση και η επί 23 χρόνια «ενιαία ανεξάρτητη και αριστερή κίνησή» τους μέσα στα πανεπιστήμια παρά τις υπαρκτές τους διαφωνίες. Η ίδια τους η συμφωνία να διαφωνούν κάτω από την ίδια στέγη. Εμείς, λοιπόν, δεν βρίσκουμε το λόγο να μπούμε σε μια διαδικασία αναζήτησης κάποιου «νέου», «μαγικού» στοιχείου που να «κάνει δυνατή» την ενοποίηση των δύο σχημάτων. Προτιμάμε να συνεχίσουμε να απορούμε περισσότερο με την ύπαρξη δύο διασπασμένων σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο, παρά ενός ενιαίου.