Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011


HABEMUS PAPA(di)M(os)
                ένα κείμενο για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις


Εισαγωγικά
Διανύουμε ένα διάστημα αλλεπάλληλων και ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, χρωματισμένων στο σύνολό τους από την επίθεση που ασκούν οι δυνάμεις του συνασπισμού εξουσίας, οι υπηρέτες των συμφερόντων των αγορών, απέναντι στους εργαζομένους και στην νεολαία. Αυτή η επίθεση σχηματίζεται σε συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης σταθεροποίησης και ομαλοποίησης του οικονομικού και πολιτικού σκηνικού, της ανάγκης κλεισίματος των ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών ρηγμάτων που προκάλεσαν οι τριγμοί της οικονομικής κρίσης, της ανάγκης καθυπόταξης - ιδεολογικά και κατασταλτικά-  του λαϊκού παράγοντα, που βγήκε ορμητικά στο προσκήνιο, σε μια κατεύθυνση «retour a la normale».  Τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης  στην βάση των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, των απολύσεων, των εφεδρειών, της πάταξης εν γένει των εργασιακών δικαιωμάτων πάνε χέρι-χέρι με την έντονη αυταρχικοποίηση του κράτους, την ιδεολογική δηλαδή πειθάρχηση του λαού και την όλο και πιο άγρια καταστολή της αντίστασής του. Αποτελούν δε την μόνη οδό καπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση και,  συνεπώς, σε καμία περίπτωση αιτία της (λογική που απολήγει στην συγκρότηση αντινεοφιλελεύθερου μετώπου), έναν μονόδρομο, όντως, για το κεφάλαιο, αλλά σίγουρα όχι για το λαό. Συγκροτημένη σε ένα ολοκληρωμένο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, ως ένα δήθεν παντοτινό αντιπρόταγμα μιας σιωπηρής πλειοψηφίας, η νεοφιλελεύθερη, βάρβαρη, αντιλαϊκή πολιτική αποσκοπεί σε έναν ριζικότερο κοινωνικό ανασχηματισμό με στόχο έναν ενδογενή μετασχηματισμό του συστήματος στο σφαγείο του αύριο.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, λοιπόν, χαρακτηρίζονται τόσο από την προσπάθεια επιβολής των νέων μέτρων από πλευράς απελθούσας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ αλλά και νεοσύστατης κυβέρνησης συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ (η οποία αποτελεί και το αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας) όσο και από την αντίδραση του λαϊκού παράγοντα απέναντι στην πολιτική που υποθηκεύει το παρόν και το μέλλον του.

48ωρη Απεργία Μισό εκατομμύριο στους δρόμους
Αναφορικά με την μεγαλειώδη 48ωρη απεργία στις 19 και 20 Οκτωβρίου, που έρχεται να διαδεχθεί το εκρηκτικό προηγούμενο των κινητοποιήσεων του περασμένου Ιουνίου-Ιουλίου και του φοιτητικού κινήματος του Σεπτεμβρίου, ήταν εντυπωσιακή η προσέλευση και η συμμετοχή τόσο των εργαζόμενων όσο και της νεολαίας στην μαζικότερη ίσως πορεία από την μεταπολίτευση, προκειμένου να εναντιωθούν στην ψήφιση του πολυνομοσχεδίου και γενικότερα στην πολιτική της λιτότητας, της ανεργίας και της ανασφάλειας. Τόσο η μαζική προσέλευση κόσμου όσο και οι εκατοντάδες καταλήψεις εργασιακών χώρων και διοικητικών κτιρίων διαμόρφωναν ένα πλαίσιο εισροής του λαϊκού παράγοντα στο πολιτικό σκηνικό με προοπτικές ρήξης με την κυβερνητική πολιτική και ανατροπής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σωματείο της ΠΟΕ-ΟΤΑ με τις μαχητικές απεργίες στα απορριμματοφόρα το προηγούμενο διάστημα καθώς και η δυναμική στάση του σωματείου των ταξιτζήδων που κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να παραλύσουν την κρατική μηχανή. Παρ’ όλα αυτά, το «πολιτικό θάρρος» της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όπως ονομάζεται τώρα η καταστολή των λαϊκών αιτημάτων, οδήγησε, μετά από ένα όργιο αστυνομικής βίας, στην ψήφιση, τελικά, του πολυνομοσχεδίου.
Η στάση του ΠΑΜΕ να μείνει για τόση πολλή ώρα στο Σύνταγμα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, δεδομένου του ξεκάθαρου υποχωρητισμού του στις προηγούμενες 48ωρες απεργίες και της οριοθέτησής του από τις συγκρουσιακές διαθέσεις του κόσμου,  αποτιμάται, σε ένα πρώτο βαθμό, ως μια θετική μετατόπιση του ΚΚΕ, που οφείλεται μάλλον στις πιέσεις που ασκούνται από τον κόσμο της εργασίας και την νεολαία εν όψει μιας τόσο κρίσιμης πολιτικής συγκυρίας.
Ωστόσο, η περικύκλωση της Βουλής με όρους περιφρούρησης της πορείας του από οποιοδήποτε άλλο μπλοκ διαδηλωτών, με όρους απαγόρευσης της πρόσβασης των διαδηλωτών προς το κτίριο του Κοινοβουλίου, αποτελεί  ξεκάθαρα τόσο μια πολιτική επιλογή περιχαράκωσης αλλά και, γενικότερα, μια λανθασμένη πολιτική επιλογή εκτόνωσης και συγκρότησης υγειονομικών ζωνών που παραγνώριζε τις διαθέσεις των υπόλοιπων διαδηλωτών, που, στην τελική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λειτούργησε αναχωματικά όσον αφορά την παρεμπόδιση της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου.
Τίποτα παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επίθεση με πέτρες και μολότοφ από μέρος διαδηλωτών απέναντι στο μπλοκ του ΠΑΜΕ, απέναντι σε μπλοκ απεργών και νεολαίων αγωνιστών. Αυτές οι ομάδες, αν δεν είναι παρακρατικές, αντικειμενικά δρουν προβοκατόρικα απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Το τσάκισμα της τρομοκρατίας των εμφανών ή αφανών κέντρων της κρατικής καταστολής επαφίεται στην μαζικότητα και την ρηξιακή κατεύθυνση του λαϊκού κινήματος.
Ο νεκρός διαδηλωτής του ΠΑΜΕ, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, πέθανε κατόπιν ανακοπής, λόγω εισπνοής δακρυγόνων, είναι ένα θύμα της κρατικής καταστολής, θύμα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ που έβαψε τα χέρια της με αίμα στην προσπάθειά της να «βάλει σε τάξη» τον τόπο, να εξυπηρετήσει τα σχέδια των τραπεζιτών και του κεφαλαίου.

Παρελάσεις 28ης Οκτωβρίου«ΟΧΙ» άλλη κοινωνική αδικία
Οι παρελάσεις για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, την Πάτρα αλλά και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας αποτέλεσαν πραγματικά ένα μάθημα για την κυβέρνηση ότι η οργή του λαού και η ανυπακοή του στην κυβερνητική πολιτική δεν πρόκειται να κοπάσουν ακόμη και τις μέρες που η προσπάθεια έξαρσης του εθνικού φρονήματος επιδιώκει να θέση σε δεύτερη μοίρα τα υπαρκτά προβλήματα του λαού, τις κοινωνικές αντιθέσεις και την κοινωνική αδικία που υπάρχει. 
Εκατοντάδες διαδηλωτές παρευρέθηκαν είτε μπλοκάροντας την παρέλαση είτε απαιτώντας οργισμένα την αποχώρηση των επισήμων, των κυβερνητικών εκπροσώπων δηλαδή που όλο αυτό το διάστημα έριχναν στις πλάτες του λαού το ένα βάρος μετά το άλλο, του στερούσαν το ένα δικαίωμα μετά το άλλο. Οι χυδαίες επιθέσεις κατά των διαδηλωτών, κατά των εργαζομένων που χάνουν την δουλειά τους και τους μισθούς τους, των εκπαιδευτικών και της μπάντας του Δήμου που φόρεσε μαύρα περιβραχιόνια, των μαθητών που έστρεψαν το πρόσωπό τους αντίθετα από την Υπουργό Άννα Διαμαντοπούλου, την εμπνεύστρια του νόμου-έκτρωμα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δείχνουν πόσο μόνη και απομονωμένη από το λαό είναι κάθε κυβέρνηση που υλοποιεί πολιτικές που ισοπεδώνουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και των νέων.
Καμία εντύπωση δεν κάνει η στήριξη που πήρε από ΝΔ και από τα απολειφάδια της Χούντας και της μαύρης δεξιάς, του ΛΑ.Ο.Σ. που έφθασαν  στο  σημείο  να  υμνούν  τον    Ι. Μεταξά και να ζητούν την παραίτηση του Υπουργού «Προστασίας» του Πολίτη Χρ. Παπουτσή επειδή δεν άνοιξε τα κεφάλια των διαδηλωτών.

Από το δημοψήφισμα και την απόσυρσή του στη συγκυβέρνηση
Η έλλειψη της απαιτούμενης πολιτικής συναίνεσης για την επικύρωση της σύμβασης της 26ης Οκτωβρίου για το λεγόμενο «κούρεμα» του χρέους με νόμο οδήγησε τον Παπανδρέου σε έναν πολιτικό ελιγμό· δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός και ύστερα απόσυρσή του. Πάνω σε αυτό επισημαίνουμε τα εξής:
1)η κίνηση αυτή είχε σίγουρα ως στόχο να λειτουργήσει ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής και αγανάκτησης και ως μέσο για την ενσωμάτωση μέρους του αγανακτισμένου λαού με λιγότερο ριζοσπαστικά αιτήματα (κατάργηση βουλευτικής ασυλίας, δημοψήφισμα, καθορισμός ΑΟΖ) αλλά και πολιτικών δυνάμεων (ΣΥ.ΡΙΖ.Α).
2)Ένας άλλος στόχος ήταν να τεθεί το ερώτημα ευθέως στο λαό με όρους τρομοκρατίας (Γ. Παπανδρέου: «αν όλα πάνε καλά, η εκταμίευση της 6ης δόσης θα είναι λίγες μέρες πριν από το διάστημα για την πληρωμή των μισθών και των συντάξεων») μέσω της διάχυσης από τα ΜΜΕ της ιδέας ότι τα μέτρα λιτότητας και η παραμονή στην ευρωζώνη είναι μονόδρομος, προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική.
Σημαντική είναι στο σημείο αυτό η άρνηση αριστερών δυνάμεων του κοινοβουλίου (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) να σηκώσουν το γάντι, καλώντας τον λαό να συμμετάσχει στο δημοψήφισμα ψηφίζοντας όχι στην σύμβαση ενώ το κάλεσμά τους για προσφυγή στις κάλπες αναδεικνύει για άλλη μια φορά τον βαθμό ενσωμάτωσης της πολιτικής τους γραμμής. Η στάση τους δείχνει την απροθυμία τους για συνολικότερη ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ. Παράλληλα, μουδιασμένος φάνηκε και ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αρνούμενος να πάρει θέση και να οργανώσει την συμμετοχή του λαού στο δημοψήφισμα με ψήφο αρνητική για την ευρωζώνη.   
3)Ήταν, επίσης, σκόπιμο να εκβιάσει η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ την πολιτική συναίνεση για την ψήφιση της δανειακής σύμβασης από τα υπόλοιπα κόμματα του συνασπισμού εξουσίας (ΝΔ, ΛΑΟΣ, ΔΗΣΥ), πράγμα που όπως φαίνεται τότε πέτυχε με την μετατόπιση της ΝΔ, η οποία δήλωνε ότι θα ψηφίσει την δανειακή σύμβαση όπως προέκυψε από την συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου, φέρνοντας έτσι όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις προ των ευθυνών τους και πολώνοντάς τες στην υλοποίηση της βάρβαρης, αντιλαϊκής πολιτικής.
Παρά την ύπαρξη, όμως, πολιτικής συναίνεσης, η απουσία της απαιτούμενης κοινωνικής συναίνεσης, κάτι το οποίο εκφράστηκε μέσα από την δυναμική παρουσία των εργαζομένων και της νεολαίας στο προσκήνιο, οδήγησε την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης να κινήσει διαδικασίες για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, από τις οποίες προέκυψε η κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας, η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Παπαδήμο.
Δεδομένης της γραπτής δέσμευσης τήρησης της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου, τα πρώτα δείγματα γραφής της νεοσύστατης κυβέρνησης συνεργασίας (ξυλοδαρμοί και συλλήψεις στην κατάληψη της ΔΕΗ, άρση ασύλου στο ΑΠΘ,  πολιτικές προσαγωγές χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία στην πορεία της 17 Νοέμβρη) αλλά και την σχετική σιγή (εκτός εξαιρέσεων τύπου ΔΕΗ ή Χαλυβουργίας) που επικρατεί στο λαϊκό κίνημα μπορούμε να προσδιορίσουμε και το νόημα που δίνεται στην «Εθνική Σωτηρία» αλλά και τον ίδιο το ρόλο της κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας.

Εθνική Σωτηρία ονομάζεται η από δω και πέρα αντιλαϊκή πολιτική που ασκείται, τα περαιτέρω μέτρα που παίρνονται εις βάρος των εργαζομένων και της νεολαίας και Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας είναι αυτή που, αφενός, έχει αυτήν την πολιτική συναίνεση, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ώστε να αντέχει τους κραδασμούς που προκαλεί η λαϊκή οργή και αγανάκτηση και να την τσακίζει (σε πολιτικό, ιδεολογικό και κατασταλτικό επίπεδο), αφετέρου, εξασφαλίζει την κοινωνική συναίνεση σε μια πολιτική κατεύθυνση με όρους ενσωμάτωσης.
 Γιατί, στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε το ΠΑΣΟΚ πέρα από κομματικές ιδιοτέλειες ως ένα πολιτικό φορέα στο πλευρό της αστικής τάξης και των συμφερόντων της και στο βαθμό που, τελικά, (και αυτό εκφραζόταν έντονα από το αναδιαρθρωτικό μπλοκ των Διαμαντοπούλου-Λοβέρδου-Ραγκούση) η σύναψη και η εφαρμογή των μέτρων αναδεικνυόταν  ως πρώτη αναγκαιότητα,  αυτό που τελικά επιδιωκόταν δεν ήταν τόσο η πολιτική αλλά η κοινωνική συναίνεση στα μέτρα, η συναίνεση του λαού, δηλαδή, με όρους είτε ιδεολογικής κατατρομοκράτησης είτε ιδεολογικής πειθάρχησης και ενσωμάτωσης.
Κατανοητό, δηλαδή, πρέπει να γίνει ότι η κυβέρνηση συνεργασίας δεν αντλεί την δύναμη της μόνο από την θεσμική σιγουριά που δίνει μια συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία – αυτό πρέπει να είναι το λιγότερο. Περισσότερο θα λέγαμε αντλεί την δύναμή της από την ανανέωση του ιδεολογικού εξοπλισμού της με μία ρητορεία περί  εθνικής ενότητας, παραμερισμού των μικροκομματικών διαφορών, τεχνοκρατισμού και επιστράτευσης των ειδικών για την σωτηρία (βλ. ας πούμε Παπαδήμο)
Η ενσωμάτωση μερίδων του λαϊκού παράγοντα αλλά και η αμηχανία του μπροστά στην νέα κατάσταση που διαμορφώνεται  φαίνεται ,εξάλλου, και από το πόσο άνευρος και άμαζος ήταν ο εορτασμός της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου φέτος με πολύ μικρή προσέλευση κόσμου στο χώρο του Πολυτεχνείου και μια πορεία σχετικά μαζική αλλά άχρωμη και αναδεικνύει τελικά το γεγονός ότι, όντως, ευρείες μάζες αγανακτισμένου λαού που κατέβηκε στο δρόμο το προηγούμενο διάστημα δεν είχαν φθάσει σε εκείνο το επίπεδο συνείδησης και πολιτικοποίησης παρά την υιοθέτηση, ενίοτε, ριζοσπαστικών πρακτικών στο δρόμο,  ώστε να μπορούμε να μιλάμε για διευρυμένη αποσταθεροποιητική κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό στην βάση ενός λαού που αμφισβητεί τα ίδια τα δομικά στοιχεία του συστήματος και δεν αντιλαμβάνεται ως «δίκαιες» τις παραγωγικές σχέσεις και τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που πηγάζουν από αυτές αλλά, μάλλον, παρασύρονταν στους ακίνδυνους δρόμους της αλλαγής των πολιτικών επιτελείων και της «συνεννόησης» των κομμάτων για το «καλό της Ελλάδας».
Η δημιουργία τέτοιων κυβερνήσεων, κυβερνήσεων δηλαδή διασφάλισης της συστημικής σταθερότητας, διασφάλισης της ομαλότητας, αυταρχικού θωρακισμού απέναντι στην λαϊκή οργή αποτελεί έκφραση της ευελιξίας που διαθέτουν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι να συσπειρώνονται σε περιόδους που διακυβεύονται οι ρίζες του ίδιου του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Καμιά εθνική ενότητα, αλλά, ξεκάθαρα, μόνο ενότητα των αστικών δυνάμεων απέναντι στον κόσμο της εργασίας αποτελεί η συγκυβέρνηση, ενότητα των καταπιεστών απέναντι στους καταπιεζόμενους.
 
Άλλωστε, τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μία κυβέρνηση της οποίας πρωθυπουργός είναι ένας τραπεζίτης, πρόεδρος της Τράπεζας Ελλάδος και μέχρι το 2010 αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Λ. Παπαδήμος και μέλη, μεταξύ άλλων, 4 ακροδεξιοί βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ. που αποζητούν την χούντα του Μεταξά και των συνταγματαρχών, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Μάκης Βορίδης που κυνηγούσε στα νιάτα του φοιτητές των αριστερών συσπειρώσεων με τσεκούρια στην σχολή μας την Νομική και ο Άδωνις Γεωργιάδης που, αναφερόμενος μάλιστα στο πολιτικό-συνδικαλιστικό δίκτυο των ΕΑΑΚ, έχει αναβιώσει χαρακτηρισμούς χούντας περί «άπλυτων αριστερών».

Η απάντηση του λαϊκού κινήματος
Η στάση μιας Αριστεράς σε επαναστατική κατεύθυνση
Ο μελλοντικός βηματισμός του φοιτητικού κινήματος
Η αυτή πολιτική ούτε έχει μείνει ούτε θα μείνει χωρίς απάντηση από τον λαό. Η πληθώρα των πανεργατικών απεργιών, των κινητοποιήσεων εργαζομένων και νεολαίας, τα κινήματα των πλατειών, τα κινήματα πολιτικής ανυπακοής (βλ. ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ) και οι καταλήψεις εργασιακών και φοιτητικών χώρων έχουν δείξει ήδη τον δρόμο.
Ανυπόταχτο, μαχητικό, μη συναινετικό χρειάζεται να είναι το λαϊκό κίνημα ακόμα περισσότερο από εδώ και πέρα ώστε να μην ενσωματωθεί από τον «Δούρειο Ίππο» της συγκυβέρνησης, αλλά υπό την νέα συγκυρία να μπορέσει να βγει ξανά στο προσκήνιο ξέροντας καλύτερα από ποτέ ότι πολεμά συνολικά απέναντι στην πολιτική της καταπίεσης, της φτώχιας και της εξαθλίωσης.
Καθοριστικός σε αυτό είναι ο ρόλος μιας πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς, μιας αριστεράς που χωρίς χιλιαστικούς λόγους θα βλέπει την κοινωνία του αύριο, την κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, κοιτώντας με θάρρος το σήμερα και προτάσσοντας σε όλους τους κοινωνικούς χώρους την συλλογικότητα και την αυτοργάνωση, παλεύοντας να δημιουργήσει έτσι ένα ευρύ κοινωνικοπολιτικό μέτωπο κινήσεων, σωματείων, συλλόγων και άλλων φορέων, με αναγκαίο συνδετικό στοιχείο του σήμερα με το αύριο την πάλη για:
1) ανατροπή της κυβέρνησης δήθεν «Εθνικής Σωτηρίας» και κάθε κυβέρνησης ΕΕ-ΔΝΤ και τραπεζιτών
2) ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ και έξοδο από το ευρώ
3) διαγραφή του χρέους
4) εθνικοποίηση των τραπεζών υπό εργατικό έλεγχο

Στα πανεπιστήμια, όπου ο νόμος Διαμαντοπούλου πλήττει εμάς του φοιτητές πρέπει να δώσουμε ξεκάθαρη απάντηση στην κυβέρνηση ότι ο αγώνας μας δεν ήταν μέχρι την εξεταστική ούτε εν είδη «αριστερής διαμαρτυρίας», αλλά πως θα συνεχίσουμε με μαζικές καταλήψεις, πορείες και άλλες κινηματικές δράσεις μέχρι την ανατροπή αυτού του νόμου που ως εξειδίκευση αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής έρχεται να υλοποιήσει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση (ενσωματώνοντας παλαιότερες προσπάθειες που είχαν γίνει)αυταρχικοποιώντας το πανεπιστήμιο και εντατικοποιώντας τις σπουδές με στόχο να διαμορφώσει το νέο μοντέλο εργαζόμενου, ενός εργαζόμενου πειθήνιου, ευέλικτου και ατομικά διαπραγματευόμενου, χωρίς συλλογικές παραστάσεις, διαλύοντας παράλληλα κάθε έννοια του λαϊκού κεκτημένου της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης, καταργώντας κάθε δυνατότητα συμμετοχής των φοιτητών στις διοικητικές αποφάσεις και άροντας το άσυλο ως προπύργιο των αγώνων του φοιτητικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος.

Απέναντι σε αυτά σίγουρα αναβαθμίζεται και ο ρόλος των
ΕΑΑΚ. Όμως αυτή η αναβάθμιση δεν μπορεί στείρα να αποτυπωθεί και δεν αποτυπώνεται τελικά σε ένα τεχνικό μέτρο όσον αφορά ζητήματα δομής ή λειτουργίας ούτε ακόμα και σε μια πολιτική κατεύθυνση που λέει ότι επειδή τα επίδικα είναι μεγάλα πρέπει τα ΕΑΑΚ να «μεγαλώσουν». Η δομή είναι δύο φορές νεκρή όταν το φοιτητικό κίνημα είναι νεκρό και μάλλον με το τελευταίο είναι καιρός να ασχοληθούμε. Να δομήσουμε έναν πολιτικό λόγο γειώσιμο και κατανοητό στο μέσο φοιτητή που πρώτιστα θα αναδεικνύει το πλήγμα που δέχεται στα υλικά συμφέροντά του και, παράλληλα, θα το ανάγει ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής (κυβερνητική πολιτική, ΕΕ, ΔΝΤ) συνδέοντας το ειδικό με το γενικό και ανατροφοδοτώντας και εμπλουτίζοντας το ειδικό υπό το φως του γενικού, δομώντας εν τέλει ένα διαλεκτικό σχήμα που δεν θα μένει ούτε στον στείρο μαξιμαλισμό ούτε στον ιδρυματισμό.
Να παλέψουμε για ένα μαζικό, ρηξιακό, συγκρουσιακό φοιτητικό κίνημα, το οποίο στην βάση των επίδικων που ορθώνονται μπροστά του, θα μάχεται μέχρι την ανατροπή του νόμου-πλαίσιο Διαμαντοπούλου, ικανό, παράλληλα, να πυροδοτήσει ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σε συμπόρευση με το λαϊκό κίνημα.
Πιο συγκεκριμένα, στο τώρα, αξιοποιώντας τους κινηματικούς κόμβους της 1ης Δεκέμβρη (Πανεργατική Απεργία) και της 6ης Δεκέμβρη αλλά και ανοίγοντας το ζήτημα της συγκρότησης των Συμβουλίων Διοίκησης μαζί με την οργάνωση πρωτοβουλιών για το θέμα των δωρεάν συγγραμμάτων να θέσουμε τους συλλόγους σε τροχιά συνελεύσεων, καταλήψεων και διαδηλώσεων, σπάζοντας την απάθεια, τον ατομικισμό και το κλίμα ομαλότητας που επικρατεί στα πανεπιστήμια, για την ανατροπή των σχεδίων όσων θέλουν να καταδικάσουν την νεολαία σε ένα μέλλον ανεργίας και ανασφάλειας.
Οι αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας το επόμενο διάστημα, με πρώτο κόμβο την 1η Δεκέμβρη, απέναντι στην πολιτική της λιτότητας, της ανεργίας και της τρομοκρατίας προβλέπονται πολύ κρίσιμοι. Έχουμε χρέος απέναντι σε όλους αυτούς που παλαιότερα αγωνίστηκαν για μια καλύτερη ζωή, απέναντι στις μελλοντικές γενιές αλλά και απέναντι σε εμάς τους ίδιους να αντισταθούμε απέναντι σε όσους μας καταδικάζουν στην εξαθλίωση αναιρώντας όλα τα κεκτημένα με αγώνες δικαιώματά μας.
Είναι το μόνο μας χρέος! 

                                                                         Ρ.Α.Πα.Ν.-Σ.Α.Φ.Ν.